‘’Πρέπει να της μιλήσω
οπωσδήποτε!’’ είχα σκεφτεί μόλις την
είδα, για μένα είχε έρθει εκεί πέρα, το
ήξερα, με είχε προσέξει, μου το είπε
άλλωστε τότε που με κρατούσε μπροστά σ
ένα τζάμι όπου έβλεπες παγωτά με σύκο,
πορτοκάλι, φράουλα, κομμάτια γκοφρέτας,
κομμάτια σοκολάτας, ένα φόρεμα κοκκινωπό
στο χρώμα του δέρματος φορούσε, εγώ
κοιτούσα κατά τη θάλασσα που χρύσιζε…
Μου έλεγε ιστορίες για
τη Δωδώνη, το παλιό ζαχαροπλαστείο με
τις μπουγάτσες που είχαν ένα φύλο χοντρό
και νόστιμο, δεν το βρίσκεις πια, και
για τη γυναίκα που σερβίριζε εκεί πέρα
μια μεσόκοπη με κρεπαρισμένα μαλλιά
χειμώνα καλοκαίρι, κάτι πάστες άσπρες
με ινδοκάρυδο μου είχε ζητήσει να τις
πάρω, πολύ φρέσκες, πολύ απαλές ήτανε,
είχαν κάτι στρώσεις μαλακές, θύμιζαν
τις πάστες που έτρωγες όταν ήσουν παιδί
, ήθελε να τις φάει όλες επί τόπου…
Όταν ξυπνούσα έβρισκα
την οδοντόβουρτσα και το ξυραφάκι μου
στο ποτήρι, τη πετσέτα διπλωμένη πάνω
στο πλυντήριο, ζητούσα το σώμα της,
άκουγα την ανάσα της στ αυτιά μου
συνέχεια, ήθελα να της μιλώ, το πρωί ήταν
όμορφη, τα μάτια της θύμιζαν χάντρες
μικρούτσικες, οι μαύροι κύκλοι κατά
τρόπο παράξενο τις πήγαιναν…
‘’Γιατί ρωτάς τόσα
πολλά;’’ μου έλεγε, ‘’Γιατί σκέφτεσαι
συνέχεια; ’’ όμως εγώ ήθελα να μάθω τι
γίνεται σ αυτόν το κόσμο τον εσωτερικό,
τον μυστήριο, τι συμβαίνει ανάμεσα σε
δυο ανθρώπους που μένουν στο ίδιο σπίτι,
που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, πως
γίνεται να συνυπάρχουν, το είχα ξεχάσει…
Είχα ακουμπήσει πάνω
της, ήμασταν τόσο καλά, την είχα ήταν
δικιά μου εκείνη τη στιγμή, της είπα ότι
ήμουν ερωτευμένος μαζί της, δε με πίστεψε,
έτσι είναι οι γυναίκες, αμφιβάλουν ότι
κι αν κάνεις, όλο παρερμηνείες και
παρεξηγήσεις συμβαίνουν καθώς είσαι
στη τσίτα, θέλει πολύ προσοχή, πολύ
ψυχραιμία, πολύ υπομονή, οι γέφυρες δε
στήνονται εύκολα, κι ούτε ξέρεις κατά
που θα κινηθεί το πράγμα, κάθε στιγμή
μπορεί ν αλλάξει κατεύθυνση, να σε πάει
προς τα πίσω και άιντε ξανά πάλι απ την
αρχή, δεν είναι διατεθειμένες να κουνηθούν
ούτε εκατοστό απ τη θέση τους, σέρνουν
αμαρτίες κι εμπειρίες που πονάνε σαν
πληγές ανοιχτές, φοβούνται ότι καμιά
κατραπακιά τις περιμένει πάλι τη γωνία.
Κι ύστερα είναι το
τελείως διαφορετικό του χαρακτήρα που
είναι ελκυστικό απίστευτα αλλά πρέπει
να το συνηθίσεις, να το προσαρμόσεις
στα μέτρα σου. Σου λένε και ιστορίες
τόσο τρομερές που δε λέγονται, μερικά
πράγματα δε μπορείς να τα γράψεις, δε
γίνεται, δεν είναι δυνατό, θυμώνουν με
το παραμικρό, σου λένε ότι αν αδιαφορούσαν
δε θα έκαναν τίποτα οπότε πρέπει να
χαίρεσαι για τα βασανιστήρια που σε
υποβάλουν, πολύ ωραία, ψάχνουν να βρουν
αδυναμίες, ελλείψεις και ψεγάδια πάνω
σου, γίνονται σκληρές, τόσο σκληρές που
σε κάνουν να βάζεις τα κλάματα κι όλα
αυτά ενώ υποτίθεται ότι σ αγαπούν, δε
καταλαβαίνουν τίποτα, αδύναμο φύλο σου
λέει, ναι καλά, όλο αυτό είναι λίγο
σαδιστικό βέβαια, που να μη μας αγαπούσαν
κιόλας…
Τη νύχτα ήχοι περίεργοι
με ξυπνούσαν, αυτή τινάζονταν τρομαγμένη
σα να έβλεπε εφιάλτες, ένα ρίγος με
διαπερνούσε, πονούσαν τα λαιμά μου, δε
μπορούσα να συγκεντρωθώ, δε μ έπιανε
ύπνος ένα θρίλερ είχα δει κάποιο που
του είχαν κόψει τα δάχτυλα πάλευε μ ένα
παλαβό σ ένα νησί οι κόρες των ματιών
του παλαβού είχαν διασταλεί τόσο πολύ
που γέμισαν ολόκληρο το μάτι του, στη
ζαλάδα μου ένα μπλουζάκι άφησα δίπλα
στη λεκάνη με τη χλωρίνη, το πρωί το
μαύρο χρώμα του είχε γίνει μια κηλίδα
πορτοκαλιά.
Ήταν τόσο πολλά που
έπρεπε ν αφομοιώσω να καταλάβω να χωνέψω
υπήρχαν στιγμές που το μυαλό ήταν έτοιμο
να καταρρεύσει τα συνεχή μπρος πίσω
μπορούν να σε τρελάνουν οι μέρες περνούσαν
γρήγορα κι το καλοκαίρι τελείωνε και
τα βράδια έπιαναν βροχές κι ορίζοντας
φωτίζονταν από αστραπές. ''Όταν με δεις
να βάφω τα νύχια μου να ξέρεις ότι δεν
είμαι καλά!'' μου είπε κι εγώ σκέφτηκα
ότι αυτό θα έπρεπε να το θυμάμαι, όταν
μαλώναμε κι έφευγα απ τις σκάλες μου
άναβε το φως, εκεί που νόμιζα ότι όλα
τελείωναν ελπίδες τυφλές αναδύονταν
κάθε φορά έπρεπε να καταλάβω τι εννοούσε
μ αυτά που έλεγε και τι κρύβονταν κάτω
απ τα λόγια της.
Μια τρυφερότητα για
όλους ένιωθα, όλους ήθελα να τους αγγίζω,
κάτι πρέπει ν ανέδυε το σώμα μου, οι
γυναίκες πρέπει να το καταλάβαιναν, στο
αστικό ένα κορίτσι ήρθε να καθίσει δίπλα
μου, ένα στεφάνι μεταλλικό είχε τυλιγμένο
γύρω απ το μέτωπο, ''Πολλές τρελές μπαίνουν
μες τα λεωφορεία...'' είπε '' και με κοίταξε
περίεργα με τα γαλανά μάτια της, ένα
άρωμα βαρύ φορούσε, έπαψε για λίγο , μετά
συνέχισε '' Τη Κυριακή είναι τα εννιάμερα
της Παναγίας, γιορτάζουν στη Μηχανιώνα
!’’
Τα πρωινά έβγαινα
ζαλισμένος, στο δρόμο, μια εκκλησία
έψαχνα, γυναίκες κατέβαζαν σακούλες
στους κάδους, κάποιος ανέβαζε ένα στόρι,
γάτες με ρίγες πιτσιλωτές που θύμιζαν
πάνθηρες διέσχιζαν αργά το οδόστρωμα
, ένα μηχανάκι με μια σημαία πελώρια
καρφωμένη στη πίσω μεριά του πέρασε,
ένα παιδί είχα πετύχει σε μια ανηφόρα,
έμοιαζε ξέπνοο, ένα μπλουζάκια μ ένα
κορδόνι που έδενε στο στήθος φορούσε,
το ρώτησα κατά που έπεφτε η εκκλησία’’
Μια ανάσα να πάρω !’’ μου είπε ‘’Έρχομαι
από ποτό! ‘’ κοντοστάθηκε και μου
έδειξε. Κουράστηκα μέχρι να φτάσω, σ ένα
σκαλί σκόνταψα, παλιό κτίσμα, κάτι θόλοι
ψηλοί, τοιχογραφίες παλιές, ένα παιδί
έψελνε, ωραία φωνή είχε, ακουστική
θαυμάσια είχε ο χώρος, ο Χρήστος που
ανέβηκε κάποτε στον τρούλο μου είχε πει
ότι έχουν βάλει εκεί πάνω πιθάρια αρχαία
που αναπαράγουν τον ήχο και τον σκορπίζουν
τριγύρω, αυτός ανέβηκε κάποτε από μια
σκάλα μυστική μαζί μ ένα νεωκόρο και τα
είδανε, δε χρειαζόταν μικρόφωνο, ο ήχος
απλώνονταν όμορφα, ένα κορίτσι ψηλό με
πρόσωπο άσπρο μας κοίταζε...
‘’Μετά την εκκλησία
τα λέγαμε με το Χρήστο, ‘’Κάνεις καθόλου
τη προσευχή σου;’’ με ρώτησε ‘’Όχι!''
είπα ''Ψέλνεις όμως στο αναλόγιο, κι αυτό
είναι καλό, πολύ καλό!’’ είπε σχεδόν
από μέσα του, τι παιδί κι αυτό, τελευταία
διάβαζε πολύ αστρονομία, μου ζητούσε
να του βρω βιβλία για τους γαλαξίες,
είχε κόλλημα, ψώνιο δε ξέρω πως σκέφτονταν
αυτό το παιδί, ποτέ δε μπορούσες να
καταλάβεις τι είχε στο μυαλό του. Μιλούσε
για τα φάσματα των γαλαξιών, τον τρέλαινε
η ιδέα ότι φως που φτάνει από κει πάνω
χρειάζεται να ταξιδέψει απίστευτα
διαστήματα, ήταν καλός στα μαθηματικά,
του άρεσαν οι υπολογισμοί μεγάλων
αριθμών που περιλάμβαναν δισεκατομμύρια
και τρισεκατομμύρια, τον τρέλαινε κι
ότι σχετίζονταν με το φως, μου εξηγούσε
τις θεωρίες για τις μαύρες και τις λευκές
τρύπες οι οποίες καταναλώνουν τέτοιες
ποσότητες ενεργείας που το μυαλό δε
μπορεί να συλλάβει! Καλά πολύ κουφά
μου φαίνονταν όλα αυτά, είχα και τα
δικά μου αλλά όπως τα έλεγε εξέπεμπαν
μια γοητεία, πίστευε ότι εκεί ψηλά
υπήρχε ένα πράγμα φωτεινό, ένας κβάζαρ
που ήταν το λαμπρότερο αντικείμενο σ όλο το σύμπαν,
ένα πράγμα που έμοιαζε με το υπέρτατο
θεϊκό δημιούργημα και που δεν είχε
μελετήσει κανείς ποτέ! Ήταν φανερό ότι
αυτό ήταν το πάθος του, δε μπορούσα να
καταλάβω γιατί δεν είχε σπουδάσει,
μια φορά μου είπε ότι είχε κερδίσει
μια υποτροφία για ένα πανεπιστήμιο
κάπου στην Αμερική μα δεν πήγε επειδή
δε καταλάβαινε τη γλώσσα, του φαίνονταν
εμπόδιο αξεπέραστο, ανυπέρβλητο,
για κάποιο λόγο δεν ήθελε να κάνει κάτι
για να το ξεπεράσει, έμεινε εδώ πέρα
....
Στο κέντρο είχε δροσιά
, τουρίστες με ρούχα καθαρά, σιδερωμένα,
πέδιλα άνετα, καπέλα πλατύγυρα, νερό
από μπουκαλάκια έπιναν, κοπέλες με
γάμπες γυμνές αραδιασμένες στα καθίσματα,
άνθρωποι έτρωγαν μπροστά σε τραπέζια
με τραπεζομάντιλα καρό, ένας ζητιάνος
είχε σωριαστεί στο κάθισμα του με το
χέρι απλωμένο , αθλητικά ακούγονταν απ
το ανοιχτό ραδιόφωνο που είχε κρεμάσει
στη ράχη της καρέκλας του, κτίρια ψηλά
τριγύρω με κλιματιστικά σφηνωμένα
ανάμεσα σε τζάμια καφετιά, σταγόνες
έπεφταν απ’ τα καπάκια του εξαερισμού…
Στο μαγαζί που πήγαμε
γίνονταν χαμός, παρέες, όργανα ακούγονταν
από κάπου, όλοι ήταν χαρούμενοι, μερικοί
χόρευαν κάτι τραγούδια παλιά, γύρω τύποι
περίεργοι που βρέθηκαν εκεί πέρα ένας
μ ένα μουστάκι βαυαρικό που κρέμονταν
μέχρι το λαιμό ένας άλλος με δυο δαχτυλίδια
ένα κόκκινο κι ένα γαλάζιο μ είχε πιάσει
μια εφορία, μιλούσα ασταμάτητα
χειρονομούσα, αντικείμενα έπεφταν απ
τα χέρια μου , ‘’ Μήπως είσαι ερωτευμένος;
‘’ με ρώτησε μια κοπέλα …
Καθόμασταν με το Χρήστο
στο μαγαζί που ήταν στέκι όλων των
αποτυχημένων κι όλων των σμπαραλιασμένων
κι όλων των καμένων, τι μέρος κι εκείνο
ρε φίλε, χαζεύαμε εκείνο το τύπο που δε
μπορούσες να καταλάβεις την ηλικία του
που κατάφερνε κάθε φορά να τον κερνούν
όλες οι παρέες, πως το 'κανε ρε φίλε δε
μπορούσαμε να καταλάβουμε, ήταν περίπτωση,
μιλούσε όποτε ήθελε αυτός κι όταν άνοιγε
το στόμα του μπορούσε να γίνει πολύ
ωμός, σου έλεγε κάτι απίστευτα βαρύ με
τη μεγαλύτερη άνεση κι εσύ ψαχνόσουν
να βρεις από που σου ρθε, ποτέ δεν
ανοίγονταν, λέγανε ότι κάποτε ήταν νονός
της νύχτας, έδινε εκατοντάδες χιλιάδες
γαρύφαλλα στα νυχτερινά μαγαζιά όλης
της πόλης, έβγαζε ένα κάρο λεφτά που τα
παιζε το καζίνο. Ήταν επικίνδυνο αλλά
άρχισα να τον ρωτώ για τη ζωή του με
κοίταξε μ ένα βλέμμα θολωμένο είπε
''Γιατί με ρωτάς;''- ''Αν θες απαντάς!'' του
απάντησα όπως λέω πάντοτε, πήγαινα
γυρεύοντας, δε ξέρω γιατί μ εμπιστεύονται
πάντως έτσι γίνεται αν και είναι παιχνίδι
με τη φωτιά, αυτός άρχισε να μιλά σιγά,
κάποιος άσχετος πλησίασε ν ακούσει κι
ο ''νονός'' στράφηκε μουρμουρίζοντας
άγρια ''Μας αφήνεις μόνους!'' τον ρώτησα
και για το γιο του κι εκεί με κοίταξε
λίγο τρομαχτικά όποτε άλλαξα θέμα αμέσως
γιατί το πράγμα άρχιζε να ξεφεύγει...