Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

MASSIVE ATTACK

1.

Τελικά τη ξαναείδα,  ''Γεια σου Σπυράκη!'' μου είπε με το που με είδε,  κανείς δε με φωνάζει έτσι, ήταν  επιθετική,  είχα λίγο τρακ,  με τις γυναίκες ποτέ δε ξέρεις, παίρνεις θέση αμυντική και περιμένεις!

Το σπίτι  της ήταν ωραίο όμως δε το άντεχε, ζεσταίνονταν απίστευτα, όλο το  καλοκαίρι  άναβε  το κλιματιστικό! Περπατούσε  ξυπόλητη  στα πλακάκια, ένα μπλουζάκι άσπρο είχε  φορέσει μέαν φιογκάκι  που έκλεινε  κάτω απ το λαιμό της, απ τα  παράθυρα μπορούσες να  δεις  πέρα, όχι  πολύ μακριά, τη θάλασσα, το τηλέφωνο της χτύπησε  η κόρη της  ήτανε,  συζητούσαν στο τηλέφωνο οι δυο τους για τα ίδια  πράγματα  ώρες ολόκληρες, , είχαν ψύχωση φοβερή με κάποια θέματα, κόλλημα, εμμονή απίστευτη,   '' Τι κάνεις μωρό μου, τα έφαγες τα γεμιστά, μην αφήσεις τα φασόλια  να χαλάσουν, δέκα ώρες τα μαγείρευα !'' Η κόρη της  ρωτούσε για ένα όνειρο που είχε δει ''Μαμά  είδα τον παππού πεθαμένο τι σημαίνει; ''  -  ''Α μη σε στεναχωρεί, είναι καλό,  η γιαγιά σου  έλεγε ότι ο πεθαμένος στον ύπνο παίρνει το κακό !''   την άκουγα που μιλούσε, μια προφορά καθαρή, ωραία είχε, ''Εντάξει λοιπόν! Εντάξει  λοιπόν!'' έλεγε όλη την ώρα  ''Μαμά  διάβασα στο ίντερνετ ότι σα σήμερα έγινε ο σεισμός που μου έλεγες!''

Στο σπίτι της ήταν κάπου έξω από τη πόλη,  έμενε με τον αδερφό της, ένα κοτέτσι  είχαν στην αυλή  κι ένα σκύλο   ελληνικό ποιμενικό που έσκαβε με τα νύχια του το έδαφος ψάχνοντας  χώμα δροσερό να πλαγιάσει.  Ήταν μαλλιαρός,  φτιαγμένος για βουνά και  λαγκάδια να τρέχει πίσω απ τα κοπάδια, εκεί όπου φυσά ο άνεμος, πέρασα το χέρι από το συρματόπλεγμα, τον χάιδεψα, μου έγλειψε το χέρι  ''Είναι καλό σημάδι!'' είπε αυτή,  ''Κανονικά έπρεπε να σε δαγκώσει, έτσι κάνει με τους ξένους !''

Το μεσημέρι της Κυριακής  ένα κομβόι αμαξιών  έτρεχε ανάμεσα σε πικροδάφνες άσπρες και ροζ στο δρόμο της Χαλκιδικής, στα  σταροχώραφα  ρολά από άχυρο κείτονταν στους γύρω λόφους που τους είχαν αποικήσει Αθηναίοι ένα καιρό παλιά,  κριθάρια χλωρά  ακόμα απ τις βροχές σείονταν στον άνεμο, ''Διάβασα το βιβλίο σου!'' μου είπε ''Πολύ καραμέλα  είσαι !''  -  ''Τι σημαίνει αυτό;''   ρώτησα, δε μου το είχαν ξαναπεί, ''Είναι καλό ή κακό,  υποτίθεται  ότι  η καραμέλα είναι γλυκιά,  θα πρέπει  να είναι καλό!'' - '' Πολύ ρομαντικός  είσαι!''   συνέχισε, ''  Κι όλες αυτές τις γυναίκες που αναφέρεις  είναι πραγματικές;  Είσαι   κι ανορθόγραφος, ούτε μια αφιέρωση δε ξέρεις  να γράψεις  σωστά!''  μου κολλούσε, δε  με πείραζε,  για την ώρα τουλάχιστον.

''Όταν αγαπάς κάποιον κι ενδιαφέρεσαι γι αυτόν δε σου βγαίνει μια επιθετικότητα,  μια σκληρότητα   απέναντι του!''  μου είπε  ''Είναι  σα να θέλεις να  τον προστατέψεις,  να του δείξεις τη κακή σου πλευρά,  να τον προειδοποιήσεις, εγώ έτσι κάνω, οι  φίλες  μου λένε : ''Γιατί είσαι τόσο κακιά με τους  ανθρώπους που αγαπάς; Είμαι πνεύμα  αντιλογίας,  πάντα θέλω να  κολλάω τους άλλους,  ειδικά τους άντρες,  ίσως το παρακάνω!''.  Στροφάριζε  πολύ γρήγορα όπως πολλές γυναίκες,   μου είπε  ότι είχε απωθημένο με τον άντρα της γιατί την είχε απατήσει κι ύστερα την άφησε μόνη να μεγαλώσει το παιδί της,  λυπόταν  που δε τον είχε απατήσει αυτή πρώτη! Τη ρώτησα τι σίριαλ βλέπει,   μου είπε για  κάποιο που '' Έχει απίστευτα μηνύματα!', από ραδιόφωνο μόνο ένα σταθμό   με λαϊκά έπιανε, η ώρα περνούσε, δεν ήθελα να  φύγω, αυτή συνέχιζε '' Δε σου χει τύχει να μη μπορείς να συμφωνήσεις με τον καλύτερο σου φίλο και  με τίποτα να μη μπορείς  να τον μεταπείσεις, εμένα μου συμβαίνει συνέχεια  κι απλά  το προσπερνώ,  όταν μου είπε κάποια ότι στα είκοσι χρόνια  που ήταν με τη φίλη της δεν είχαν μαλώσει ποτέ  της είπα ''Ε τότε δεν ήταν φίλη σου !''

 Εγώ της έλεγα για κάποιον  που μου είχε πει μια κουβέντα και με είχε  πειράξει,  με είχε πονέσει,  ‘’Μήπως υπήρχε λόγος που σε πείραξε,  μήπως είχε δίκιο !’’ συνέχιζε να μου κολλάει όμως ταυτόχρονα  με χαλάρωνε, με ηρεμούσε, ήταν αλλιώτικη από μένα,  σκέφτονταν διαφορετικά,   πάντα μ  ενδιέφερε να βλέπω  πως σκέφτονται οι γυναίκες,  τι κρύβουν, πως λειτουργούν, τι θέλουν, τι μπορείς να  κάνεις μαζί τους,  τι προοπτικές σου δίνουν!  Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε, είναι  μερικές  που νιώθεις ότι έχουν κάτι κρυφό, κάτι βαθύ που θέλει καιρό να  το ψάξεις,   άλλες   τις  διαβάζεις γρήγορα,  τις καταλαβαίνεις αμέσως, σ άλλες  περιπτώσεις όμως δε μπορείς να κάνεις κάτι, δε βιάζονται οπότε  δε πρέπει να βιάζεσαι κι εσύ, κάθεσαι και  περιμένεις προσέχοντας τα νώτα σου...

''Ξέρεις…’’  της είπα  ‘’Ήμουν στα καλά μου τις προάλλες και είπα  στη φίλη μου ότι πιστεύω πως θα βρει κάποια στιγμή  τον άντρα που ψάχνει.  Και μετά θα  κάνει  ένα παιδάκι πανέμορφο, ξανθό, γαλανομάτικο, υπέροχο κι εκείνη μου είπε  ότι ήταν ότι πιο  όμορφο της έχω πει’’ Αχ κι εγώ θα ήθελα  κάτι   τέτοιο  να το ξαναζήσω !’’ είπε η γυναίκα με το φιογκάκι που έκλεινε το στήθος της.

Μου έλεγε ότι για να καθαρίσει το σπίτι της έπρεπε  να έχει  ένα κίνητρο, κάποιον άντρα να τον  υποδεχτεί ή κάτι τέτοιο, αλλιώς το αφήνει όπως να ναι!  Η ακαταστασία  πάντως της θύμιζε  το σεισμό γιατί  τότε όλα άνω κάτω τ'  άφηναν κι έφευγαν, μικρο κορίτσι ήταν τότε,   θυμόταν  μια ρωγμή  που είχε χαραχτεί στο τοίχο του διαμερίσματος τους , σκόνη παντού υπήρχε που σ έπνιγε! 

Στη γωνιά της Τσιμισκή  ένα κτήριο  όπου στεγάζονταν  τα δικαστήρια είχε καταρρεύσει, κι ένα άλλο  λίγο πιο κάτω απ το δικό τους, καμιά πενηνταριά άτομα είχαν εγκλωβιστεί μπροστά στην είσοδο όταν η σιδερένια εξώπορτα είχε φρακάρει,  δε μπορούσαν να βγουν έξω, καταπλακώθηκαν όλοι,  έλεγαν ότι με την πανσέληνο που θα ερχόταν θα έπρεπε  ν αδειάσει όλη η πόλη  καθώς ο επόμενος σεισμός  θα  ήταν ακόμα πιο δυνατός!

Με τους δικούς της είχαν ξεκινήσει  να  φύγουν απ τη Θεσσαλονίκη,  ο μπαμπάς της είχε κατέβει μια στιγμή σ ένα γκαράζ να πάρει κάτι που είχαν  ξεχάσει και  νόμιζαν  ότι δε θα έβγαινε ποτέ  από κει, τελικά  βγήκε! Η Εγνατία  ήταν μπλοκαρισμένη από αμάξια  όσα υπήρχαν  είχαν βγει στους δρόμους,  όλοι  φεύγανε  για Χαλκιδική, για Κατερίνη, για  Καβάλα,  για τα χωριά,  τότε  αποικήθηκε η Χαλκιδική,  ήθελαν  όλοι ένα καταφύγιο   αν ξαναγίνονταν τέτοιο κακό...


2.   

Στο  ίντερνετ  καφέ  οι  ανεμιστήρες δούλευαν  στο φουλ,  δε τους αντέχω, ξεραίνουν το λαιμό, σακατεύουν τις αμυγδαλές μου! Είχε  ζέστη,  Στο δρόμο σκόνταφτα συνέχεια, πόσες φορές  μου  είχε πέσει το κινητό κάτω, το τζαμάκι είχε θρυμματιστεί,  δεν έβλεπα  τη τύφλα μου! Στο καφενείο   πιτσιρικάδες βλαμμένοι κυκλοφορόυσαν φωνάζοντας, ένα κείμενο  έπρεπε να γράψω,  είχα άγχος, δε μου έβγαινε με τίποτα,  το μυαλό είχε φρακάρει, πρέπει να το περιμένεις κι αυτό, δε μπορείς να το κατευθύνεις όπου θες πάντα!  Κατέβηκα στο υπόγειο του μαγαζιού, ήταν καλύτερα εκεί αλλά  όλοι βρίζανε,  είναι τόσο ενοχλητικό !  Σε μια οθόνη μπροστά κάθισα, ένα πληκτρολόγιο ανάγλυφο, ψηφία μ ένα φως πράσινο από κάτω τους για όσους παίζουν παιχνίδια στα σκοτεινά, ένα ποτήρι  με νερό είχε αφήσει κάποιος, μια απόδειξη, φασαρία πολύ, είχα βάλει τ ακουστικά να συγκεντρωθώ…

Στα τυφλά έψαχνα  ν  απαντήσω  όταν με κάλεσε, δε μπορούσα να καταλάβω ποιος  ήτανε, όλο τις ξεχνάω, τα παράτησα όλα,  δεν υπήρχε περίπτωση να το βγάλω το κείμενο, ένα διάλειμμα χρειαζόμουν!       

Καθόμουν αντίκρυ της, απογευματάκι ήτανε, πρόσεχα το στήθος της, μου άρεσε, δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο, ξέρεις τώρα, ο αέρας,  η αύρα που απέπνεε, η φωνή της,  το γέλιο της το χαμηλόφωνο, το  κάπως  δαιμονικό  της χιούμορ.   Καθόμασταν εκεί  σ ένα τραπέζι  με τη πλάτη στο τοίχο και χαζεύαμε το κόσμο που περνούσε, τα ταβλάνια άνθιζαν σκορπώντας  στο δρόμο γύρη κίτρινη,  υπάλληλοι κατάβρεχαν  το πεζοδρόμιο, γυάλιζαν τα τζάμια,  τα μαγαζιά  έκλειναν  εκείνη την ώρα...

Ήμουν καλά εκεί πέρα, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν σαν την άλλη φορά στο σπίτι της  αλλά ένιωθα όμορφα, είχα πολύ άγχος,  με βοηθούσε να χαλαρώσω, πρόσεχα τ αραιά δόντια της και το φιογκάκι που έκλεινε το μπλουζάκι της. Ο Τομ απ το Μπρίστολ ήταν  εκεί πέρα    που ήμασταν μαζί  με κάτι τύπους παρακμιακούς,  ένα κασετόφωνο χαλασμένο, διαλυμένο,  κουβαλούσε, ρεμπέτικα όλο παράσιτα ακούγονταν, γυαλιά μαύρα φορούσε, ένα σορτσάκι, σαγιονάρες,  ένα κολάρο  είχε στο λαιμό,  κάποιος  σπόνδυλος  είχε φύγει απ τη θέση του, χόρευε μοναχός του,   τα έδινε όλα,  ''Οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι ! ΄΄ φώναζε ''' Οι Άγγλοι είναι όλοι γκέι!’’

Ένα κοράκι σταχτόμαυρο  έψαχνε γύρω από ένα  κάδο  σκαλίζοντας τα σκουπίδια, ο  Τομ απ το Μπρίστολ τα είχε  δώσει όλα,  είχε πιει το καταπέτασμα και τώρα σα γνήσιος Άγγλος κοιμόταν καθισμένος έχοντας ρίξει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι.  Τον πλησίασα μαλακά,  ‘’Θες να σε πάω κάπου,  είσαι καλά;’’- ‘’Καλά είμαι, μόνο  θέλω ακόμα λίγο να κοιμηθώ σε παρακαλώ !’’ τον άφησα ήσυχο.

Ένα ζευγάρι  σταράκια κόκκινα φορούσε, τόση ώρα δεν τα είχα προσέξει, ''Δεν είναι ηλίθιες οι γυναίκες που ψάχνουν πόσα λεφτά έχεις¨’’ τη ρώτησα  ‘’Γιατί οι άντρες  πως σκέφτονται;’’ μου απάντησε  ‘’Εμένα ο άλλος  μου έκανε ανάκριση, πόσα βγάζεις σα λογίστρια, όχι τίποτ’  άλλο για να δω που μπορούμε διακοπές,  για ποσό ηλίθια  με περνούσε, ξαναβγήκα μαζί του, είχε πολύ πλάκα,  όταν δε σ ενδιαφέρει ο άλλος μπορείς να παίξεις όσο θες μαζί του, τον δούλεψα  άγρια - ‘’ Μέσα σου όμως τον είχες διαγράψει έτσι δεν είναι; ''   -    ''Εννοείται!’’

Ένα  ζευγάρι έτυχε να περνά, τους ήξερε,  είχαν  και το μικρό παιδί τους, με το που το είδε  πετάχτηκε πάνω,  το  φιλούσε,  το αγκάλιαζε, εγώ σκεφτόμουν ‘’Γιατί να μη φιλάει  εμένα!’’  Έκανε να φύγει μαζί τους,  τη χαιρέτησα αδιόρατα, δεν έπρεπε να κοιτάξω κατά  κει, έπρεπε να το παίξω σκληρός, την έβλεπα ν απομακρύνεται όμως  ύστερα  στράφηκε πίσω, όπως την έβλεπα να έρχεται από μακριά έμοιαζε διαφορετική σα να είχε μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα απ την ώρα που ήμασταν μαζί,  κάποιον φώναζε, δε καταλάβαινα, οι άλλοι που ήταν εκεί  είπαν,  ''Εσένα θέλει!''

Τη πλησίασα, ήταν λίγο πιο κοντή από μένα, στο τέλειο ύψος για να την ελέγχεις,  μου μιλούσε χαμηλόφωνα σα να γνωριζόμασταν χρόνια ''Τι γίνεται σ εκείνο το μαγαζί  με τα φρουτάκια, τι τύποι συχνάζουν, είναι  μήπως ύποπτο,  μπήκε κάποιος  μέσα και θέλω να ξέρω!''   -    ''Να σου πω!''   της είπα ''Δεν έχω δει κάτι παράξενο τόσο καιρό που έρχομαι εδώ πέρα, το μόνο που ξέρω είναι ότι δε κλείνει ποτέ,  δουλεύει εκεί  κι ο φίλος  μου ο αυτοφωράκιας  που έχει κάνει στο τμήμα κάνα  δυο φορές,  τον εμπιστεύομαι τον αυτοφωρακια, έχει μείνει  και στη στενή κάποια βράδια, πολύ βρώμικα ήτανε  εκεί μέσα,  δε μπορούσε να κοιμηθεί, μια φορά   είχαν φέρει και κάτι κοπέλες  ύποπτες, μαζί  τους  κοιμήθηκαν, κανείς δε τις πείραξε…

Τι να ήθελε και με ρωτούσε για τα φρουτάκια  σκεφτόμουν,  ήταν κάποιο κόλπο ή έτσι έτυχε,  που να ξέρεις,  έπρεπε  να  αναλύσω  τι στο διάβολο γίνονταν,  αν είχε νόημα,  αν έπαιζε μαζί μου,   είχα κι εκείνο το καταραμένο κείμενο να τελειώσω!

Μ έπιασε πάλι το άγχος, όπως περνούσα από ένα δρομάκι ένας ζητιάνος με μάτι χαλασμένο βγήκε μπροστά μου και  ζήτησε χρήματα,  τρόμαξα, σκουπίδια πεταμένα παντού, δε μπορούσα να περάσω.

Στο υπόγειο  του ίντερνετ καφέ τύποι καμένοι έβλεπαν βίντεο,  μιλούσαν στο  face book, κάπνιζαν,  κάποιος είχε καμιά πεντακοσαριά  αιτήματα φιλίας στοιβαγμένα, ένας μουσάτος μιλούσε με κάτι κοριτσάκια,  ένας άλλος  έβλεπε  σ ένα  βίντεο, κάποιον  να  τρέχει  σ ένα  υπόγειο χώρο,  άνθρωποι με φόρμες  έτρεχαν ξοπίσω του σα κοπάδι λυσσασμένο, μια μάζα έτοιμη να πέσει πάνω του και να τον κατασπαράξει,   αυτός  έστριβε σπάζοντας το κορμί  του,  από κολώνες δίπλα περνούσε,  μέσα από νερά και λακκούβες, γκράφιτι στους τοίχους παντού υπήρχαν, αμάξια στραπατσαρισμένα,  το σκυλολόι ξωπίσω του είχε ξαμοληθεί σφίγγοντας  τα δόντια, κουνώντας  σα μαχαίρια τις παλάμες τους, μαύροι,  άσπροι,   γυναίκες, άντρες, φώναζαν ούρλιαζαν, ο τύπος  άρχισε να κουράζεται,  τον είχαν πλησιάσει,  τον στρίμωξαν,  στάθηκε  με τη πλάτη σ ένα  αδιέξοδο, τον πλησίαζαν, ήταν χαμένος,  δε γλίτωνε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...