Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

CHECKPOINT CHARLIE


Στον  Κώστα Μαυρίδη 

Τον είδε να στέκεται στην είσοδο της μισάνοιχτης πόρτας, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, φαίνονταν    το  γαλάζιο μανίκι της  φόρμας του και το μισό του πρόσωπο,  είχε μια έκφραση τόσο παλαβή με  τα  μάτια γουρλωμένα να κοιτάζουν λοξά  που δε μπορούσες  να τον κοιτάξεις κατάματα χωρίς  να ανατριχιάσεις, ήθελε ν αντιδράσει, να  πει κάτι,  να  φωνάξει, να ουρλιάξει  όμως απ το στόμα της δεν έβγαινε  τίποτα! 

Στο δωμάτιο  γίνονταν χαμός, ρούχα κι αντικείμενα υπήρχαν παντού στο πάτωμα, πρέπει να έψαχνε ώρα εκεί μέσα  αυτός όμως  δεν είχε ακούσει τίποτα, είχε πετρώσει, είχε  κοκαλώσει, προσπάθησε μ  όλη της τη δύναμη  αλλά  το μόνο που βγήκε  από μέσα της ήταν ένας  ήχος βαθύς  σα γρύλισμα, και τότε ξύπνησε!

Πρέπει να είχε κοιμηθεί  πάνω από τρεις ώρες,  είχε γείρει  στο πλάι εκεί που καθόταν στον καναπέ, ήταν πεθαμένη απ την κούραση,είχε μέρες να κοιμηθεί σαν άνθρωπος! Όλο  εφιάλτες  έβλεπε  τελευταία κι όλο το ίδιο πρόσωπο εμφανίζονταν, ο ίδιος άντρας, ο άντρας της!  Από τότε που  τον είχε χωρίσει είχε καταρρεύσει, είχε  πλακωθεί στα ψυχοφάρμακα, δε μπορούσε να μείνει μόνη της  ούτε δευτερόλεπτο, ήθελε  κάποιον πλάι της όλη την ώρα! Όποτε έβλεπε εφιάλτη προσπαθούσε  να μη σηκώνεται  γιατί τότε  ξαναθυμόταν όλες τις λεπτομέρειες απ το κακό όνειρο, όμως τώρα ήθελε να ξυπνήσει, ένιωθε να κρυώνει, όταν είχε πλαγιάσει  είχε ζέστη γι αυτό κι είχε αφήσει ανοιχτή τη  μπαλκονόπορτα, όμως  αργότερα η θερμοκρασία έπεφτε.

Δεν ήθελε να χωρίσει, δεν το  είχε προσχεδιάσει, συνέβη χωρίς καλά  καλά  να το καταλάβει, το μεγάλο της  αγόρι ευτυχώς  την είχε υποστηρίξει, πήρε το μέρος της έτσι αυθόρμητα, δίχως φωνές και φασαρίες, ρε φίλε ήταν εξόφθαλμο ποιος είχε δίκιο!  Το κοριτσάκι της  όμως ήταν άλλη υπόθεση,  είχε αποδειχτεί  φίδι κολοβό,  το παιζε ουδέτερο, δεν έπαιρνε θέση, δε διάβαζε, όλο έξω γυρνούσε  μέχρι αργά, γκρίνιαζε  συνέχεια,  της είχε σπάσει τα νεύρα!  Θα μου πεις  μικρό ήτανε, δε τόκοβε,  ναι καλά,  όλα τα καταλάβαινε, όλα τα ένιωθε,  δε χρειάζεται πολύ μυαλό ούτε φοβερή ωριμότητα, είναι θέμα χαρακτήρα  πάντοτε και τα κοριτσάκια  έχουν άποψη για όλα  από πολύ μικρά,  μη τρελαθούμε τώρα και τελικό πήγε με τον πατέρα του,  καλά  τώρα, στο καλό ! Και να σκεφτείς τι πόνο είχε ρίξει όταν το γέννησε, τα είχε δει όλα,  είχε σπάσει η μήτρα της γιατί ήταν μεγάλο, η αιμορραγία ήταν τρομερή, την είχαν  βάλει  στην εντατική, είχε κοντέψει  να πεθάνει,  ένα μήνα την είχαν κρατήσει, ο γιατρός της είχε πει να μη τολμήσει να μείνει ξανά έγκυος  και τώρα ιδού  το αποτέλεσμα!

Δεν το είχε σχεδιάσει, δεν ήθελε να χωρίσει, έγινε δίχως να το καταλάβει, είχαν κανονίσει να βρεθούν σ ένα μπαρ σκοτεινό, καθόταν σε κάτι ψηλά σκαμπό οι δυο τους  μπροστά στον πάγκο,      τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, στα χέρια φορούσε ένα βραχιόλι  δυο δαχτυλίδια ασημένια με κάτι  λόγια σκαλισμένα πάνω τους .  Αυτή είχε μια φούρκα εκείνη τη μέρα, όλα της φταίγανε, ο ήλιος που έκαιγε, τα  ρούχα  που τη στένευαν, οι ειδήσεις  στις εφημερίδες που  μιλούσαν  για  εγκλήματα  κι αυτοκτονίες!  Δεν ήταν έτοιμη, τον χρειαζόταν  λίγο  ακόμα αλλά  δεν άντεχε πια, την είχε πρήξει,  αυτή  τραβούσε το κουπί με  τη δουλειά και το σπίτι  κι αυτός ήταν χαλαρός, άνετος,  και είχε κι όλο  το ταμείο όλο δικό του, α βέβαια  το ταμείο ήταν το άβατο, κανείς άλλος δεν επιτρέπονταν να το αγγίξει,  αυτός ήξερε απ αυτά,  αυτή ήταν η  ηλίθια, η βαλμένη, το τούβλο  που δεν έπρεπε ν’ ανακατεύεται! Θα μπορούσε να  τον ανεχτεί και να συνεχίσει  αλλά δεν τον άντεχε  όταν παρίστανε τον  τιμητή  κάνοντας κήρυγμα  περί ηθικής !  Γιατί όταν  ο άλλος πέφτει σε  λάθη απανωτά,  όταν κάνει  εκπτώσεις   στις αρχές του, όταν χάνει το μέτρο ξανά και ξανά  τότε  μένει πίσω, δεν απολαμβάνει εκτίμησης, δε χρειάζεται να  του το πούνε,  το αισθάνεται γύρω του, το καταλαβαίνουν όλοι, γίνεται  αντικειμενικά,  ανεξάρτητα αν το δέχεται ή όχι,  έρχεται μια στιγμή που δε σηκώνεις την  κάθε  αηδία  απ τον κάθε βλάκα,  τουλάχιστον αυτή τη πολυτέλεια  δε μπορούν να στη στερήσουν! 

Δε μπορούσε να τον  ανεχτεί πια,  φοβόταν αλλά  έπρεπε  να προχωρήσει παρακάτω, και στο τέλος  τέλος  ας πήγαινε στο διάβολο, δε θα ασχολούνταν επ άπειρον  μ αυτόν τον εγωιστή που δε θ  αναγνώριζε τα  λάθη του στον αιώνα τον άπαντα!  Είχε ένα κάρο πράγματα να κάνει, έπρεπε  να έχει το κεφάλι της ήσυχο,  το μυαλό της καθαρό, κι αυτός  στέκονταν  εκεί σαν εμπόδιο, σα μπάστακας, σαν πρόβλημα άλυτο που την τραβούσε προς τα πίσω ειδικά  τώρα  το καλοκαίρι, μια εποχή  επικίνδυνη,  που ήθελε  να είναι συγκεντρωμένη απόλυτα!
 

Έπρεπε  να είναι συγκεντρωμένη, ένα κάρο δουλειές είχε να τελειώσει, ντάνες από ρούχα την περίμεναν για σιδέρωμα  και κει μέσα στο σωρό  είχε βρει  ένα δικό του μπλουζάκι γαλάζιο, το πήρε και   το πέταξε μακριά  με απέχθεια, αυτή ήταν η εκδίκηση της! Έπρεπε  να συγκεντρωθεί,  ένα σωρό προβλήματα είχε,  τα πόδια της είχαν πρηστεί απ  τις κορτιζόνες που έπαιρνε για μια αλλεργία,  πάντα είχε πρόβλημα με τα πόδια  της, οι φλέβες  πρήζονταν με το παραμικρό,  κι η μάνα της κι η γιαγιά της που δούλευαν  παλιά στα καπνομάγαζα είχαν το ίδιο θέμα, έπρεπε  να φορά κάτι καλτσόν απαίσια,  δε μπορούσε το ζεστό νερό,  με το παραμικρό έσπαγαν τ αγγεία κι  έτρεχε όλη την ώρα στους γιατρούς.

Έπρεπε να αντιδράσει , να απαλλαγεί, την τραβούσε προς τα πίσω  μ όλα εκείνα τα κόλπα του που τα είχε βαρεθεί ! Καθένας έχει τον τρόπο  του να πορεύεται  σ αυτόν τον κόσμο , άλλος  ελίσσεται  όλη την ώρα σαν αίλουρος,  χαμογελά, υποκρίνεται,  καλοπιάνει, χαϊδεύει, γλύφει, κυλιέται στο πάτωμα, υπάρχει μια λεκτική  ποικιλία ατελείωτη για να εκφράσεις μια συμπεριφορά αυτού του είδους!  Άλλος πάλι έχει άλλα  προσόντα,  για παράδειγμα υπομονή ατελείωτη, ανέχεται καταστάσεις που δε μπορείς να φανταστείς, άλλος πάλι είναι σκληρός, χοντρόπετσος, ξεπερνά γρήγορα όλες τις  απογοητεύσεις, δεν εμβαθύνει,  δεν τον ποτίζουν μέχρι βαθιά τα συναισθήματα του, είναι κι αυτός ένας μηχανισμός αντίστασης, ο θεός  δεν αφήνει κανέναν έτσι, όλοι έχουν κάποιο όπλο ν αντέξουν και  να τα βγάλουν πέρα!

Αυτή δεν ήξερε τι απ όλα είχε, μπορεί και τίποτα, όμως έπρεπε να  συνεχίσει κάπως! Το καλοκαίρι  είχε μπει φορτσάτο, στα  μεγάλα εμπορικά  τα κλιματιστικά δούλευαν στο φουλ γουργουρίζοντας,  κουβέντες σέρβικες άκουγες  από παντού,  στα δοκιμαστήρια πόδια γυμνά  φαίνονταν κάτω απ τα  παραβάν. Στα πάρκινγκ  αναρριχώμενα κρέμονταν στους  στόχους απλώνοντας  τα πλοκάμια τους που έμοιαζαν με χέρια  αρπαχτικά,  ελιές έριχναν τη σκιά τους πάνω στο γρασίδι και στ'  άσπρα βότσαλα που είχαν σκορπίσει  στις ρίζες τους.  Απ τα μαγαζιά  γυναίκες  με γόνατα πληγωμένα έβγαιναν, λωρίδες είχαν  σχηματιστεί στο σώμα τους από τα  μαγιό που φορούσαν στις παραλίες,  δέματα τυλιγμένα με κορδέλες κόκκινες βαστούσαν  στα χέρια, σχέδια ζωγραφισμένα στα νύχια  των ποδιών  που έβγαιναν  μέσα από  διχαλωτές παντόφλες,  τα μαλλιά  έπεφταν  σα δαχτυλίδια στο  λαιμό τους.  Όπως έβγαινε απ τα καταστήματα το φως ήταν τόσο δυνατό που την τύφλωνε, μουσικές  και τραγούδια ακούγονταν στον αέρα,  τραγούδια  που δε σ αφήνουν να ησυχάσεις,  σου βγάζουν τα εσώψυχα,  μπορεί να μη μιλούν για  τίποτα  σπουδαίο,  να λένε για  βλακείες,  χαζά, ξενέρωτα,  αλλά  έχουν κάτι μελωδίες τρελές  που σε πάνε όπου να ναι, σε μέρη απ όπου δε μπορείς να γυρίσεις  με τίποτα, μια μελαγχολία την πλάκωνε τόσο βαριά που νόμιζε ότι θα πέθαινε!

Δεν ήθελε να χωρίσει, δεν το είχε προσχεδιάσει, έτσι προέκυψε! Καλά περνούσαν, τα καλοκαίρια πήγαιναν πάντα διακοπές στα Κουφονήσια,  είχαν ένα φίλο που τους  φιλοξενούσε,  βοηθούσαν στις δουλειές, αυτός έσκαβε  μ ένα κασμά βγάζοντας χώμα καφετί  και πέτρες άσπρες,  μια στέρνα τσιμεντένια  είχαν φτιάξει να μαζεύουν νερό βρόχινο, ένας μικρός λόφος είχε σχηματιστεί  δίπλα, τα παιδιά κάθονταν και τον χάζευαν τ απογεύματα. Στο χωρίο οι γριές τους έλεγαν καλημέρα όποτε τις συναντούσαν, άλλοτε πήγαιναν  με τα παιδιά   στις σπηλιές που υπήρχαν κάτω απ τα νησιά, όλο το μέρος ήταν τρύπιο  κι εκεί  κάποτε φώλιαζαν πειρατές μονόφθαλμοι. Στην Αμοργό από δίπλα πήγαιναν,  είχε λέει πάρει το όνομα της από μια ουσία πορφυρή με την οποία  έβαφαν  περίφημους χιτώνες στα παλιά τα  χρόνια χρησιμοποιώντας μια ουσία  από ένα φυτό  κοκκινωπό που φύτρωνε παντού στο νησί!

Δεν ήξερε αν θ άντεχε, ζορίζονταν, όλα είχαν πέσει απάνω της, το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά, οι μέρες  έμοιαζαν ατέλειωτες ! Η πόλη άδειαζε εντελώς τα  σαββατοκύριακα,  παλαβοί ζητιάνοι  τριγυρνούσαν  στα στενά φορώντας ρούχα χειμωνιάτικα μες το λιοπύρι,  σκύλοι κοιμόταν στα τσιμέντα σα πεθαμένοι, πουλιά παραδείσια  με μύτες κόκκινες  φτερούγιζαν μες τα κλουβάκια τους,  γέροι  ξεκούμπωναν τα πουκάμισα τους, γυναίκες σήκωναν τα φουστάνια τους να δροσιστούν!  Τα πρωινά  τύποι αγουροξυπνημένοι  κατέβαζαν  σακούλες μαύρες στους κάδους,  βροχές ξαφνικές έπιαναν  τ' απογεύματα, οι υδρορροές  πλημμύριζαν ξαφνικά από νερά που έτρεχαν με  μανία...

Και τελικά  πήρε την απόφαση και τον σούταρε, τον έστειλε, τον άφησε, τον εγκατέλειψε,  τον παράτησε όπως ήτανε  εκεί  στο μπαρ  κι ότι  ήθελε ας γίνονταν ! Δε μπορούσε να τον ανεχτεί άλλο,  έπρεπε να τελειώνει , οι συσχετισμοί είχαν αλλάξει , κι ούτε ήθελε πια καυγάδες και   φασαρίες , αυτός  δεν το περίμενε,  τη κοίταζε που έφευγε,  ήθελε κάτι να πει,  να εξηγήσει, να δικαιολογηθεί,  έκανε μια κίνηση, φάνηκε ότι θα την ακολουθούσε,  τελικά  έμεινε μόνος του σ εκείνο το ψηλό το κάθισμα...

Ένιωθε καλύτερα,  μπορούσε να ξεκολλήσει, να ησυχάσει,  αλλά  και πάλι δεν ήταν  σίγουρη, κάτι τη τραβούσε προς τα πίσω, της έλειπε, τον είχε συνηθίσει, τον ήθελε, δε μπορούσε να ξεχάσει! Το μπλουζάκι της είχε νοτίσει απ τον ιδρώτα,  από κάπου φυσούσε, μια φαγούρα αισθάνονταν  στα πόδια της, ξαφνικά  θυμήθηκε  κάποιο  καλοκαίρι  που  είχαν πάει  μαζί στο Βερολίνο!

Πολύ παλιά είχε γίνει αυτό, τότε που η πόλη ήταν ακόμα χωρισμένη στα δυο, μ ένα αεροπλάνο  κουβανέζικο   είχαν  ταξιδέψει, παντού έβλεπαν  φαντάρους  Αμερικάνους  με τις  στολές  τους που   έμπαιναν στην ανατολική περιοχή απ το σημείο  Charlie στη διασταύρωση Friedrichstraße, σ εκείνο ακριβώς το σημείο όπου  είχαν έρθει  πρόσωπο με πρόσωπο  σαλεύοντας τους πυργίσκους τανκς  σοβιετικά  κι αμερικάνικα  και κόντεψε να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος ! Σ εκείνο το σημείο ακριβώς   ένα παιδί που πήγε να περάσει  στην άλλη μεριά,  πυροβολήθηκε απ τους φρουρούς  κι έμεινε να αιμορραγεί  πάνω στα συρματοπλέγματα  χωρίς  κανένας να τολμά να το πλησιάσει μήπως πυροβοληθεί κι αυτός ! Κάμποσες μέρες  είχαν μείνει εκεί πέρα, ένα αμάξι είχαν νοικιάσει   να δουν την ύπαιθρο, γυρνούσαν  στην ενδοχώρα οδηγώντας  μέσα από κάτι γαλαρίες, νταλίκες τους προσπερνούσαν, σμήνη   καρφώνονταν πάνω στο παρμπρίζ τους,  ένα μεγάλο έντομο χρωματιστό   είχε σκάσει με ορμή  μπροστά στο τζάμι πιτσιλώντας όλο το μέρος, αυτός γελούσε, μακριά μαλλιά είχε τότε που ανέμιζαν όπως φυσούσε από το ανοιχτό παράθυρο...   




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...