Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΣΕΛΑΟΣ



Προς το τέλος της διάρκειας του φαινομένου που φθάνει και τις έξι ώρες, μπορεί να παρατηρηθεί, όχι πάντα, και το "στέμμα του Σέλαος" (corona aurora). Από το κέντρο του ουράνιου θόλου εμφανίζεται αιφνίδια ένα κυκλικό φως σαν στεφάνι από την περιφέρεια του οποίου εκτείνονται κάθετες λευκές ακτίνες προς το έδαφος δημιουργώντας την εντύπωση ενός γιγάντιου φωτεινού στέμματος  που στρέφεται με ταχύτητα, με ενδιάμεσες αιφνίδιες στάσεις. Αυτό το χαρακτηριστικό φαινόμενο διαρκεί από μόλις λίγα δευτερόλεπτα μέχρι μισό λεπτό της ώρας και στη συνέχεια εξαφανίζεται. Η παρατήρηση αυτού του φαινομένου είναι ασύλληπτης ομορφιάς.
 
Aπό τη Wikipedia



 Πλαγιές απέραντες με χιόνια σκεπασμένες δείχνανε οι τεράστιες οθόνες , άνθρωποι με πατίνια επίπεδα γλιστρούσαν κι απογειώνονταν απάνω τους,  μοιάζαν σα να πετούν στον αέρα και να καβαλούν κάτι καλώδια του ρεύματος που βρίσκονταν κατά κει , σ άλλες οθόνες το βόρειο σέλας, πρασινογάλαζο, ροζ, κοκκινωπό,  τρεμουλιαστό, σε σχήμα καπνού που ανεβαίνει προς τα πάνω   κάπου στην αρκτική,  ανάμεσα από δέντρα και σπίτια κι υψώματα,  λένε ότι το σέλας  είναι φωτιές που ανάβουν οι ψυχές αυτών που έφυγαν ψηλά κι οι ντόπιοι κατά κει   δε μιλούν δυνατά  για να μη γνωρίσουν τις φωνές τους και τους πάρουν μαζί  τους,  άλλοι λένε ότι είναι αντανακλάσεις από δάδες που κρατούν τα πνεύματα,  ή  οι λάμψεις απ’  τις ασπίδες των Βαλκυριών.

Στο πολυκατάστημα κόσμος πηγαινοέρχονταν, γυναίκες τυλιγμένες σε πανωφόρια που μοιάζαν με μανδύες, ομιλίες χαμηλόφωνες,  ψίθυροι, μια θολούρα τριγύρω, πράγματα κουβαλούσαν  , ραδιόφωνα,  κλιματιστικά,  συσκευές διάφορες, τι θα τα κάνουν όλα αυτά σκεφτόμουν, στα ταμεία ουρές, κάρτες πλαστικές στα χέρια χρυσές και πλατινένιες, τεχνικοί,  μηχανικοί, κοπέλες υπομονετικές μιλούσαν στα τηλέφωνα, τιμολόγια κόβανε, σε μια στιγμή κατάλαβα   ότι μια  ταμίας με κοιτούσε περίεργα καθώς μετρούσε τα χρήματα που είχε στο συρτάρι, έτσι όπως στεκόμουν δε φαινόμουν νορμάλ, ύστερα   χάθηκα μπροστά στις τεράστιες οθόνες που είχαν σε μια μεριά.

Σε μια τηλεόραση  ένα κορίτσι έχει   βουτήξει σ’  ένα ποτάμι να ξεφύγει απ τους διώκτες του, πιο πέρα κάποιοι τρέχανε στο χορτάρι κυνηγώντας μια μπάλα με εξάγωνα , σε μια άλλη τηλεόραση  μια συναυλία, μια κοπέλα  σκαρφαλωμένη  στους ώμους  κάποιου, ΄΄ Θέλετε κάτι;΄΄ με ρώτησε μια κοπέλα, ΄΄Όχι έτσι κοιτάζω ΄΄    ένα δερμάτινο φορούσε μαύρο,  μια μπλούζα  σε χρώμα πορφυρό από κάτω,  πρόσωπο καθαρό ΄΄   ήταν  τόσο όμορφη θέμου, τα  μάτια της  κοίταζαν βαθιά μες τα δικά μου,  το χρειαζόμουν απελπισμένα  εκείνο το βλέμμα έτσι όπως ήμουνα , ήθελα να χαθώ μέσα του αν γίνονταν!

 Μια συσκευή ήθελε να επιστρέψει η φίλη μου, περιμέναμε σε κάτι πάγκους μπροστά, ένας τύπος με πράσινα μάτια λίγο φαλακρός, ήσυχος, μας εξυπηρετούσε, μεσημέρι ήταν, λίγο χαλαροί έμοιαζαν όλοι,  ΄΄Με πυρετό είμαι…΄΄ μας είπε,  ΄΄… αλλά είκοσι χρόνια τώρα  δεν έχω λείψει ούτε μια μέρα απ τη δουλειά,το πιστεύεις,  να φανταστείς ότι ο πατέρας μου που δούλευε στην Αλλατίνη του Μάνου , στους φούρνους για τα τούβλα, δεν είχε λείψει  ποτέ, ποτέ σου λέω ,  εκτός από τη  μέρα που  αρραβωνιάστηκε!
  
 Όταν ήθελε ν’  ανοίξει δικιά του δουλειά  ο Μάνος του είπε: ΄΄Έλα δω ρε, δε θα φύγεις έτσι ,  θα σ’  απολύσω για να πάρεις την αποζημίωση σου! ΄΄. Αργότερα όταν  χρειάστηκε λεφτά για την επιχειρηση του , μπήκε λασπωμένος όπως ήταν  από κάτι μπετά   στο γραφείο του Μάνου, ένα περίεργο μέρος ήταν εκείνο, ένα τόξο αφρικάνικο  κρέμονταν στον τοίχο, μια σόμπα πορσελάνινη έκαιγε, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, όλο σχέδια γυαλιστερά  σαν έπιπλο έμοιαζε, κι ένα άλλο του έκανε εντύπωση, η πολυθρόνα όπου κάθονταν ο Μάνος έμοιαζε με θρόνο δεσποτικό, στα μπράτσα της υπήρχαν δυο γρύπες σκαλιστοί, του ενός το ράμφος ήτανε σπασμένο, τα φτερά τους ξεχώριζαν, ανάγλυφα, σκαλισμένα στο ξύλο,  τα νύχια τους γράπωναν κάτι στρογγυλό, αλλόκοτο ήταν εκείνο το κάθισμα από καφετί ξύλο λουστραρισμένο.

Ο τύπος με τον πυρετό  συνέχισε την ιστορία του ΄΄ Ο Μάνος κάθισε πίσω στη παράξενη πολυθρόνα του,   κοίταξε  τον πατέρα μου μια στιγμή εξεταστικά κι άρχισε να μιλάει ΄΄Άκου  δω πέρα ρε, μ΄ αρέσεις εσύ,  σ΄ έχω προσέξει γαμώτο, μπορείς να πας μπροστά,  θα σου πω δυο πράγματα να τα σφηνώσεις καλά  στο μυαλό σου, ο πιο σύντομος δρόμος είναι ο πιο μακρύς, κατάλαβες, λίγοι το νιώθουν  αυτό, δε μπορείς να φανταστείς  πόσο λίγοι,  να είσαι ταπεινός, να δέχεσαι τα λάθη σου,  όλοι νομίζουν ότι είναι αλάνθαστοι, ότι τα ξέρουν όλα, άστους αυτούς , άμα δε σου βγαίνει κάτι με τη μία μη σκας, διπλασίασε τη προσπάθεια, το θέμα δεν είναι να κερδίζεις με τη μία αλλά ν’  αντέχεις και να συνεχίζεις ακόμα κι όταν όλα φαίνονται να πάνε κατά διαόλου, μη ξεφεύγεις απ’  το στόχο σου, μη μπλέκεις με ξεροκέφαλους,  μη μαλώνεις, μη χάνεις το χρόνο σου μαζί τους, άστους αυτούς, μια φορά, δυο προσπάθησε, ύστερα παράτα τους, στείλτους στον αγύριστο, να βλέπεις τι κάνουν οι άλλοι όχι τι λένε, τα λόγια είναι εύκολα, να έχεις στόχους, κερδίζεις πιο πολλά κυνηγώντας ένα στόχο παρά πετυχαίνοντας τον κατάλαβες ρε!

 Πάντα να προσπαθείς λίγο περισσότερο, λίγο ακόμα, μούχει τύχει χιλιάδες φορές η αποτυχία απ την επιτυχία να κρέμεται από μια κλωστή, άμα τα παρατούσα δε θα έκανα τίποτα, προσπάθησε ακόμα λίγο, όσο αντέχεις, μη βιάζεσαι να τελειώσεις, το ξέρεις ότι όποτε πληρωνόμουν ένιωθα ότι μούδιναν πάρα πολλά, μα τι κάνουν εδώ πέρα έλεγα μέσα μου  εγώ θα τόκανα και χωρίς λεφτά, εδώ μου δίνουν κι αμοιβή, δε χρειάζεται να ξέρουν οι άλλοι πόσο πολύ έχεις κουραστεί, άστους αυτούς στο κόσμο τους, όλο το κόλπο συνοψίζεται σε δυο λέξεις σκληρή δουλειά! Κατάλαβες ρε, με πιάνεις, βάλτα καλά αυτά στο μυαλό σου να φιξαριστούν, να μη ξεκολλούν  με τίποτα !Άμα έχεις μια καταραμένη ερώτηση κάντην να πάρει ο διάολος,  μη τη  κρατάς, κάνε κάτι διαφορετικό απ ότι κάνουν οι άλλοι, σκέψου λίγο αλλιώτικα, όλοι είναι τεμπέληδες, άχρηστοι, βαριούνται να δουλέψουν λίγο το μυαλό τους,  πολλές φορές η φαντασία μετρά πιο πολύ  απ την εξυπνάδα! 

Ο γέρο Μάνος έβγαλε κάτι ξηρούς καρπούς καβουρντισμένους σένα μπολ  κι ένα σφηνάκι πολύ δυνατό, ΄΄ Πρόσεχε ρε είναι γερό πράγμα, μη το πιεις μονορούφι θα σε χτυπήσει, απ τη Φλώρινα μου τόστειλαν, πρώτη φορά τα’  ανοίγω! Τώρα πες μου πόσα θες;

΄΄Ο πατέρας μου ντρέπονταν ΄΄  συνέχισε   ο τύπος στο πολυκατάστημα, γύρω είχαν μαζευτεί κι άλλες κοπέλες,  πωλήτριες τεχνικοί,  μηχανικοί,  κι ακούγανε,   ΄΄΄…ήταν  ένα ποσό μεγάλο,΄΄… ρε πες μου πόσα θες μη σε πάρει ο διάολος! Είπε  τελικά ένα νούμερο,   ο Μάνος πήρε ένα κλειδί απ΄  το συρτάρι του, άνοιξε ένα τεράστιο χρηματοκιβώτιο, ατσάλινο σκαμμένο  στο τοίχο,  έβγαλε κάτι δεσμίδες,΄΄… να πάρτα και σε καλή μεριά, μου τα γυρνάς όταν έχεις, μη νομίζεις ότι θα σε ξεχάσω, θα μου δίνεις αναφορά πως πάει, δεν έχω χάσει ποτέ λεφτά εγώ  όποτε  δάνεισα, κατάλαβες!

  Ο γέρο Μάνος   τούδειξε μια  φωτογραφία  που είχε στο γραφείο , μια ξανθιά μ ένα φουστάνι κοντό  στέκονταν μπροστά σ ένα τοιχάκι με φόντο τη θάλασσα, ΄΄… δε  βρήκα τέτοια ξανά στη ζωή μου , όταν ήταν  στο χειρουργείο είχα αρρωστήσει, έκοβα βόλτες, έκλαιγα σα μικρό παιδί στον αυλόγυρο, υποδιευθύντρια στη Λουφτχάνσα ήτανε, έλυνε κι έδενε εκεί μέσα,   είχαμε πάει  Ολλανδία, Βέλγιο, θυμάμαι μια φωτιά σ ένα δρόμο στις Βρυξέλλες απ’  έξω, ένα βυτίο με χημικά είχε ανατιναχτεί, είχαμε κατατρομάξει, στην Αγγλία,  στο Μπράντφορντ, σ ένα Εγγλέζο αντιπρόσωπο πήγαμε να επισκεφτούμε,  γατόνι μεγάλο, δε πιάνονταν στο εμπόριο,  μας είχε βάλει στην κρεβατοκάμαρα του να κοιμηθούμε,  αυτός κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχε στην αυλή για τους ξένους, μ έκανε ευτυχισμένο εκείνη η γυναίκα , δε το βρίσκεις αυτό κάθε μέρα,  δεν υπήρξε τέτοιο αστέρι !

Κι  άλλα ήθελε να  πει ο τύπος στο πολυκατάστημα,  τον είχε πιάσει παραλήρημα απ το πυρετό ,  η φίλη μου έκανε νόημα να ξεκολλήσω, αυτός έπιανε το μέτωπο του,  ήπιε ένα ποτήρι νερό και βυθίστηκε ξανά μες τα τιμολόγια και στις παραγγελίες, οι άλλοι σκόρπισαν τριγύρω,  ζέστη είχε εκεί μέσα, δεν ήθελα να βγω   έξω καθόμουν ευχαρίστως λίγο ακόμα εκεί με τις εικόνες στις οθόνες που έμοιαζαν σα σινεμά με πολλά έργα,  έκανε κρύο, ένας σκύλος ήταν δεμένος έξω απ τις γυάλινες πόρτες περιμένοντας το αφεντικό του.

 Στα μαγαζιά αγόραζαν ξηρούς καρπούς, τα λεωφορεία έμπαιναν με φόρα σ ένα δρόμο κι έφευγαν  γρήγορα αφήνοντας πίσω τους τα στολισμένα  μαγαζιά που έλαμπαν δεξιά κι αριστερά, κατά τα κάστρα ο πύργος του Τριγωνίου φαίνονταν, στη Κομνηνών ένα φορτηγό ξεφόρτωνε τσιμέντο, μανάβηδες μαζεύανε  πορτοκάλια και σταφύλια χειμωνιάτικα απ τους πάγκους, πιτσιρικάδες μ  ακουστικά που κρέμονταν απ τ’  αυτιά τους, στη Τσιμισκή  μαύροι ανοίγανε σεντόνια κι αδειάζανε  απάνω τους τσάντες με σχέδια απ’  τις πλάτες της ζέβρας,   μια πορεία,  Ματ με στολές χακί ξοπίσω της, δρόμοι μπλοκαρισμένοι, πεζοί δε  μπορούν να περάσουν κάποιος περνά με κόκκινο, ένας ψηλός του χτυπά τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου  με τα κλειδιά του,  ΄΄Καλά τούκανες!΄΄  ένας χοντρός φωνάζει!

 Ένα λεωφορείο προσπαθούσε να περάσει από μια πύλη ψηλά στα κάστρα,   είχε σφηνωθεί, στις Συκιές, πάνω απ τη πόλη,  παράγκες και σπίτια παλιά, δέντρα γυμνά, λόφοι πράσινοι στα υψώματα, οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου περνούσαν μέσα απ’  τις πολεμίστρες των τειχών, στο Μέγαρο Μουσικής σκοτείνιαζε, γραμμές φωτεινές αχνοφαίνονταν στο νερό απ τις αντανακλάσεις των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη παραλιακή , φορτηγά  σέρνονταν  στο  περιφερειακό, αεροπλάνα έσχιζαν τον ουρανό χαράζοντας γραμμές πορτοκαλιές που στεφάνωναν τον μαβί και κόκκινο ορίζοντα  κατά τη δύση, όλη η πόλη έμοιαζε να βυθίζεται σ ένα χλωμό βόρειο σέλας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...