Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΑΣΤΡΟΝ ΗΔΗ ΑΝΑΤΕΤΑΛΚΕ


΄΄Παπά θέλω λεφτά,  ακούς! Ούρλιαξε  ο τύπος, ΄΄ Μονάχα αυτό εδώ έχω όλο κι όλο!΄΄ είπε κι έβγαλε ένα κέρμα  απ τη τσέπη του.

 Ο παπάς τρόμαξε, ανατρίχιασε, ένα ρίγος διαπέρασε  το σώμα του ολόκληρο,  ήταν στριμωγμένος για τα καλά σ’  εκείνο το κλουβί, το μικρό κελί όπου εξομολογούσε, ο άλλος φαίνονταν άγριος, αναμαλλιασμένος, κάτι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο από χρόνια ταλαιπωρίας κι αγρυπνίας,  ένα παλτό παλιό,  τεράστιο φορούσε, μια σακούλα   μαύρη   κρατούσε  στα χέρια του,  κάτι μαύρα γυαλιά που τον έκαναν ακόμα πιο τρομαχτικό, το φρύδι του έτρεμε, όλο το πρόσωπο του τεντώνονταν από συσπάσεις βίαιες,   ΄΄Με κυνηγούν, θέλουν να με σκοτώσουν, καταλαβαίνεις, δεν έχω φάει τίποτα από προχθές,   το στόμα μου στέγνωσε,  σε μια κρυψώνα είμαι εδώ και τρεις μέρες, θέλω κάπου να με βάλεις να κοιμηθώ,  κατάλαβες παπά!!!

Ήταν αργά, όλοι είχαν φύγει,  μόνο μια γριά   περίμενε ακόμα να   ξομολογηθεί κρατώντας ένα ματσάκι βασιλικό τυλιγμένο σ’  αλουμινόχαρτο , θα μπορούσε να τον κάνει φέτες άνετα εκεί μέσα, κι αυτό δεν  ήταν καθόλου ευχάριστο,  ήθελε να φωνάξει, δεν ήταν δυνατόν όλα σ αυτόν να τύχαιναν, το πρωί σένα σπίτι που είχε πάει να κοινωνήσει ένα γέρο τον είχαν αγνοήσει εντελώς, δεν ήξερε που να βάλει το άγιο δισκοπότηρο, θα έπρεπε να ήταν τώρα στο σπίτι του, στα ζεστά, από πού είχε εμφανιστεί αυτός ο τύπος που τα χνώτα του βρωμούσαν  πιοτό,    ένας αλβανός  πριν ένα μήνα που  είχε έρθει να ξομολογηθεί τον είχε ξεγελάσει,  όλα τα συρτάρια  του γραφείου του είχε ανοίξει, τα είχε σηκώσει όλα, μέχρι και  κάτι παπούτσια που υπήρχαν σ ένα ντουλάπι,  την άλλη μέρα τον είδε να τα φορά,  ΄΄Καλά τι κάνεις;!΄΄  - ΄΄Ε  να τα χρειαζόμουν !!!΄΄

Τούτος εδώ όμως έδειχνε επιθετικός,  επικίνδυνος, τα κόκκινα μαλλιά του έμοιαζαν με τρίχωμα αγριόχοιρου, τα γαλάζια μάτια του έψαχναν τα μάτια του,  να δει τι σκέφτεται, να μπει στο μυαλό του, ο παπάς απόφευγε το βλέμμα του,  έπρεπε να τον καλμάρει,  προσπαθούσε να τον κρατήσει σε απόσταση,   ένα ποτήρι νερό του έδωσε, ΄΄Θες να σου φέρω κάτι να φας;΄΄,-΄΄ Όχι  θέλω να ξομολογηθώ,  να τα βγάλω  από μέσα μου, να μη  νιώθω βρωμερός !΄΄,

 Άρχισε να κλαίει άγαρμπα,  τον έβαλε να γονατίσει,  τούριξε το πετραχήλι πάνω του, ο άλλος στη θέα του ιερού ενδύματος σα να σκίρτησε, αυτό  τουλάχιστον φαίνεται ότι το σέβονταν, άρχισε να μιλάει, αράδιασε   ότι μπορούσες να φανταστείς,  ότι πιο παρδαλό και κουφό υπήρχε,  για  κόντρες με μηχανάκια,  στοιχήματα στην εθνική οδό τις νύχτες, κάτι  για  το καζίνο, κάτι για το βαρδάρη όπου πήγαινε κάθε βράδυ σε μαγαζιά  με στριπτιτζούδες,΄΄ Όλα τα φρούτα σε μένα θάρχονται!΄΄ σκεφτόταν παπάς ΄΄’Όλοι οι παλαβοί κι οι παλαβές  κι οι ανώμαλες,  ένας νορμάλ δε θάρθει να πάρω μια ανάσα!΄΄

 Ο τύπος με τα μαλλιά του αγριόχοιρου  έλεγε για κάποιον  καβαλιώτη που είχε πλακώσει σε μια υπηρεσία επειδή είχε μιλήσει άσχημα σε μια καθαρίστρια ΄΄Τον μπάσταρδο! Συγνώμη πάτερ,  τον σάπισα!  Τον έβαλα κάτω και τον χτυπούσα αλύπητα, μα να μιλά έτσι στη γυναίκα΄΄ - , ΄΄Ναι παιδί μου!΄΄

  Ο παππάς παραλίγο να γελάσει,  σκεφτόταν ότι ίσως είχε κάνει και κάτι σωστό ο παλαβός που τώρα  έλεγε για κάτι φίλους του,  είχαν  γκρεμιστεί  στο Γαλικό αυτοί,  στο ξεροπόταμο που λέγανε ότι κάποτε ο βασιλιάς Μίδας έπλυνε τα χέρια του και το γέμισε χρυσάφι  ,  σε μια κόντρα με αυτοκίνητα, ένα βράδυ χειμωνιάτικο το αμάξι τους είχε  ντεραπάρει κι είχε πέσει στο κενό,  τους είχαν βγάλει καρβουνιασμένους΄΄,… άσχημο θάνατο είχαν αυτοί πάτερ! Η αστυνομία είχε έρθει,  κυνηγούσε  όσους έβρισκε κατά κει,  παραλίγο να μας  πιάσουν όλους  όπως τρέχαμε με τα μηχανάκια σε κάτι χωράφια κατά τη Σίνδο!΄΄



 Ο ληστής πήρε μια ανάσα και συνέχισε,΄΄ Πάτερ κοιμόμουν ένα βράδυ στη κρυψώνα μου κάπου στα κάστρα, σ ένα σπίτι παλιό , απ αυτά που γκρεμίζουν οι μπουλντόζες του Μπουτάρη,  μ ένα πηγάδι στην αυλή σκεπασμένο,  ερημιά έξω, μονάχα  ένας σκύλος στην αυλή είχε ξαπλώσει  σ  ένα σωρό από φύλλα που  είχε μαζέψει ο αέρας σε μια γωνιά, κάτι πουλάκια μικρούτσικα πετούσαν μές  τα χορτάρια, είχα ανάψει το τζάκι, είχα κουκουλωθεί με το παλτό κοντά στη φωτιά που είχε αρχίσει να σβήνει όταν ένιωσα ένα χέρι να μ ακουμπά στη πλάτη, ο διάβολος ήτανε πάτερ τ ορκίζομαι !,   άκουσα  τη φωνή του !΄΄,  Πήγαινε στην εκκλησιά  τη παλιά,  εκεί στο κέντρο,  στο πίσω μέρος, εκεί όπου κυλά ένα ρυάκι με αγίασμα  είναι  μια σκάλα, μόλις την κατέβεις  αριστερά σου υπάρχει μια κρύπτη, σπάσε τη κλειδαριά, μέσα θα βρεις όλα  αυτά που  κρύβουν από  χρόνια όσα έχουν  μαζέψει οι παπάδες, ευαγγέλια με περιτυλίγματα χρυσά κι  ασημένια, ωμοφόρια με κεντήματα χρυσαφένια,  άμφια μεταξωτά με νήματα μεταλλικά κεντημένα,  βιβλία παλιά και περγαμηνές και λείψανα  που τα φυλάνε εκεί πέρα οι παππάδες, δισκοπότηρα  στολισμένα με μαλαχίτες και πετράδια πολύτιμα κι ημιπολύτιμα, κύπελλα και σταυρούς επάργυρους, αγγεία ωραία,  γυάλινα, χρωματιστά,    ράβδους ποιμαντορικές,  μίτρες αρχιεπισκοπικές χιτώνες,  αντικείμενα από μαρμαρυγία, εικόνες παλιές,   χειρόγραφα κι άλλα που θα θαμπώσει το μάτι σου, θα κάνεις τη τύχη σου άμα τα πάρεις από κει !΄΄

 Μπήκα ένα  βράδυ  από ένα παραθυράκι, έκοψα  το συναγερμό,  βρήκα τη κρύπτη αλλά τρόμαξα, δε μπορούσα να τα πειράξω εκείνα τα πράγματα, φοβήθηκα κάτι μ έκοψε, μονάχα μια καντήλα πήρα χρυσή και μια μίτρα με το κρανίο ενός αγίου,   τάχω εδώ  κάτω!!!΄΄,   είπε κι άνοιξε  σιγά σιγά το τεράστιο παλτό του.

 Ο παππάς ανατρίχιασε ξανά,  νόμιζε ότι ό άλλος θα τραβήξει καμιά μαχαίρα ή καμιά πιστόλα,  τραβήχτηκε προς τα πίσω, όμως ο  ληστής πραγματικά έβγαλε τυλιγμένο  σε μια εφημερίδα ένα καντήλι τυλιγμένο σε μια εφημερίδα,  ύστερα άνοιξε τη μαύρη σακούλα που είχε πίσω του,    από κει μέσα έβγαλε αργά  αργά μια μίτρα που έλαμπε στο μισοσκόταδο, τα απόθεσε στο πάτωμα.

Ο παπάς πήρε στα χέρια του το καντήλι, ύστερα έπιασε όσο πιο προσεχτικά μπορούσε  τη μίτρα με το λείψανο που έδειχνε άθιχτο ,  πραγματικά τα έψαχναν από καιρό,   είχαν χαλάσει τον κόσμο, η  αστυνομία είχε έρθει, είχαν πάρει αποτυπώματα,  ο ανακριτής είχε αναλάβει, οι εφημερίδες  τόχαν γράψε, τούτος εδώ έμοιαζε για μια φορά να λέει την αλήθεια!

΄΄Πάτερ δε τα θέλω αυτά , από τότε που τάφερα στη κρυψώνα μου,  κάθε βράδυ που γυρίζω βλέπω στην πόρτα μια οπτασία τρομερή , το κεφάλι  του πατέρα μου  καρφωμένο στη πόρτα  να με κοιτάζει σα να είναι   ζωντανός,  πάρτα πάτερ, δεν τα θέλω τα καταραμένα, ο Εωσφόρος με κυνηγά, αυτός μ έβαλε να τα κάνω όλα,  το πρωί έξω απ τη πόρτα μου υπήρχε ένα δέμα  μ’  ένα μήνυμα μέσα του τυλιγμένο σ ένα  μαχαίρι ματωμένο, ΄΄ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΜΕΝΕΣ!΄΄

Τη νύχτα που μας πέρασε τον πατέρα μου ονειρεύτηκα,  ήταν όπως  όταν πέθανε, τότε που αναρωτιόμουν που να πήγε άραγε,  τι έγινε τώρα, που πάνε όσοι πεθαίνουν, πάτερ κι εγώ άνθρωπος του θεού είμαι έτσι δεν είναι,  δε μπορεί να παρακολουθεί ατάραχος αρμενίζοντας το σύμπαν  από κει πάνω  όλα όσα γίνονται  εδώ κάτω χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κουνά το δαχτυλάκι του, προλαβαίνω να σωθώ κι εγώ,  δε θέλω να καώ  στη κόλαση!

Ο παππάς του είπε μερικά λόγια΄΄ Κοίτα να δεις, εγώ μπορώ με τη δύναμη του θεού να σε συγχωρέσω, όμως πρέπει ν αλλάξεις, άμα ξανακάνεις τέτοια πράγματα  μη ξαναπατήσεις κατά δω,  δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου,  θα σαπίσεις στη κόλαση,  στα καζάνια της θα καίγεσαι στον αιώνα τον άπαντα, δε σε  σώζει τίποτα!΄΄

Ο  ληστής τον κοίταζε, τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν απ τις κόχες τους, σα να ησύχασε κάπως, ο παππάς ανάσανε, τι ήταν κι αυτό, δεν θα ξανακαθόταν με τίποτα  τόσο αργά μοναχός του, οι καιροί έχουν αγριέψει σκέφτηκε, δεν είναι όπως παλιά, δε μπορείς να εμπιστευτείς κανένα, έπρεπε να βάλει καμιά κάμερα όπως  του είχαν πει, να ελέγχει ποιος μπαίνει στο καμαράκι, και μια κλειδαριά ασφαλείας θα τον προφύλαγε κάπως.

 Έβαλε ένα  χαρτονόμισμα στη τσέπη του ληστή,  ένα κομμάτι από ένα πρόσφορο τούδωσε και μια μαυροδάφνη που είχε  για τη θέια κοινωνία ΄΄Άντε πάρτην κι αυτή! ΄΄,  ο ληστής του φίλησε το χέρι, καλύτερα φαίνονταν,  στους τοίχους τα κεριά και τα μανουάλια  έριχναν σκιές παράξενες, η γριά με το ματσάκι του βασιλικού τυλιγμένο στο αλουμινόχαρτο είχε εξαφανιστεί,  σε μια τοιχογραφία οι βοσκοί κοίταζαν το ασύνηθες νέο  άστρο που ΄΄..ήδη ανατέταλκε΄΄,  οι μάγοι έψαχναν τον  εξαίσιο δρόμο που έδειχνε ο ΄΄υπερλάμπων  αστέρας΄΄  αναρωτιόντουσαν  ΄΄…ού  αστήρ  εφάνη που  εστί ;  εις γαρ εκείνου προσκύνησιν  ήκομεν…΄΄ 
  σ΄ άλλες τοιχογραφίες ο δημιουργός έφτιαχνε τον κόσμο  καθώς η γη ήταν αόρατη κι ακατασκεύαστη,   σκότος κι έρεβος πλανιόταν  πάνω απ την άβυσσο,  ο απόστολος Παύλος  κύρητε κάπου σε μια μεριά κάτω από έναν θόλο, ΄΄… ότι έργα των χειρών σου  εισίν οι ουρανοί….  και πάντες ως ιμάτιον  παλαιωθήσονται΄΄ , καβαλάρηδες στρατιώτες πάνοπλοι , κραδαίνοντας ασπίδες και τόξα   κατηφόριζαν μια πλαγιά,    ουράνια στρατεύματα ανεβοκατέβαιναν κλίμακες στημένες στο άπειρο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...