Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΣΠΑΣΜΕΝΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Τα δυο κοριτσάκια κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο  στα κρεβατάκια τους, κάτω απ’  τα σεντόνια είχαν  γεμίσει  τον τόπο κούκλες και κουκλάκια, μικρά,  μεγάλα,  χνουδωτά,  σε όλα είχαν δώσει ονόματα, στο ντουλαπάκι πάνω απ’  το γραφείο τους είχαν τις κολόνιες που  τους  έφερναν οι φίλες τους  κι όλη την ώρα μάλωναν και σκοτώνονταν όπως κάνουν  τα  περισσότερα αδέλφια, τους άρεσε η μυρωδιά του σβηστικού  για το στυλό και   τρελαίνονταν να δοκιμάζουν  τα διάφορα αρώματα,  το καλύτερο ήταν αυτό που είχαν κλέψει απ’ τη μαμά τους, το μύριζαν όλη την ώρα και χαμογελούσαν από ευχαρίστηση, μια άλλη κολόνια που τους είχαν πάρει δεν τους άρεσε, έλεγαν ότι είναι γιαγιαδίστικη, αηδία σκέτη, και μια άλλη  σε μπουκαλάκι  με  μαβί χρώμα τους  φαίνονταν  σα κρέμα χεριών,  όχι κολόνια.

 Κάνα δυο χρόνια ήταν η διαφορά τους  όμως ήταν εντελώς  διαφορετικά,  το μικρό ήταν λίγο λαίμαργο, έτρωγε πιο πολύ κι απ’ τον πατέρα του, δυο πιάτα πάντα, είχε περίεργα γούστα,   δεν του άρεσε η πίτσα  εκτός αν είχε ελιές,  ούτε το καρπούζι όμως με τα υπόλοιπα δεν είχε πρόβλημα, αυτά που τ’  άλλα παιδιά δεν ήθελαν ούτε να  δουν όλα του άρεσαν,  κι οι μπάμιες,  και το σπανακόρυζο,  και τα φασολάκια,  όταν έφτιαχνε η μαμά τους φασόλια γίγαντες παρακαλούσε  να τα κάψει λίγο γιατί γίνονταν σαν κάστανα νόστιμα,  μια φορά είχε δοκιμάσει καφέ και του φάνηκε πολύ πικρός…

Κάθε πρωί ξυπνούσε πολύ νωρίς και τους έριχνε μια ματιά  πριν φύγει απ’  το σπίτι, κοιμόταν και τα δυο τόσο ήσυχα που μπορούσε  να τα χαζεύει  για ώρα πολύ, καμιά φορά κοίταζε τα  τετράδια τους όπου έγραφαν πράγματα κουφά,  η μεγάλη είχε ταλέντο στο γράψιμο,  σε μια έκθεση είχε γράψει για ένα όνειρο όπου βρισκόταν κάτω απ’ το νερό και μεταμορφώνονταν σε γοργόνα με πράσινα λέπια και κολυμπούσε ανάμεσα στα φύκια ,  του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  η μικρή πάλι γέμιζε τον τοίχο ζωγραφιές με σπίτια που θα  είχε όταν  θα μεγάλωνε,  είχαν όλα παρκινγκ και κήπο για μπάρμπεκιου, πάπιες , μπαξέ,  νεροτσουλήθρες κι ένα διαστημόπλοιο καθώς τα χάζευε του ερχόταν στο μυαλό η εποχή   που πήγαινε κι αυτός  σχολείο καθώς φθινοπώριαζε   κι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς,  πολύ του άρεσε το σχολείο,  δεν είχε κάνει  ούτε μια κοπάνα,   δεν είχε χάσει ποτέ ούτε ένα μάθημα.    

Όλη μέρα στο μαγαζί όπως  η ώρα δεν περνούσε με τίποτα αυτά σκεφτόταν καθώς  ανεβοκατέβαινε τις σκάλες απ’  το υπόγειο στο ισόγειο, άνοιγε το ραδιόφωνο κι έψαχνε στο κινητό,  καμιά φορά πλάκωναν όλοι μαζί οι πελάτες κι έτρεχε σα παλαβός, άλλοτε δεν πατούσε ψυχή εκεί μέσα.  Είχε μείνει άνεργος όλο το  καλοκαίρι και  χρειαζόταν επειγόντως χρήματα, τρεις μήνες  άπραγος είχε σκάσει, το αφεντικό του ήταν από κείνους τους τύπους τους παλαβούς που παρακαλάς να μην πέσεις πάνω τους, ήθελε όλη την ώρα να τον έχει στην πίεση, να μη τον αφήνει καθόλου ήσυχο, μερικές φορές  τον έπαιρνε τηλέφωνο μες  τ’ άγρια μεσάνυχτα κι αυτό ήταν κάτι που μισούσε,  ήθελε τάχα  να του δώσει κάτι παραγγελίες που είχε  θυμηθεί εκείνη τη στιγμή,  ναι καλά,  μα πόσο βλάκας, τύχαινε μερικές  φορές μετά από κανένα τέτοιο  βραδινό τηλεφώνημα τα παιδιά  να τον βρίσκουν ξαπλωμένο στο πάτωμα  κι ούτε που είχε  ιδέα πως βρέθηκε εκεί πέρα 

Συχνά αναρωτιόταν πως άντεχε, όλοι όσοι τον ήξεραν του έλεγαν να φύγει από κει πέρα όμως το αφεντικό του  μόλο που του έβγαζε την πίστη τον ήθελε και τον είχε ξαναπάρει στο μαγαζί,  ίσως γιατί είχε υπομονή περισσότερη, ίσως γιατί  ήταν τίμιος, ίσως τρέχα γύρευε για ποιο λόγο  κι αυτός είχε μπει στο λούκι για τα καλά.  Όπως έτρεχε σαν παλαβός πολλές φορές  να προλάβει  ήταν σίγουρο  ότι θα έκανε καμιά βλακεία,  θα έχανε τίποτα λεφτά ,  θα αγόραζε κάτι λάθος κι άντε μετά να εξηγήσεις στον βλαμμένο,  όλη την ώρα μες την αγωνία ήταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει, τις νύχτες όπως στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του  δεν τολμούσε ν’ αναρωτηθεί αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία.

 Από την άλλη βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, τι  επιλογή είχε, αγαπούσε τα παιδιά και τη γυναίκα του, δεν του έμενε καθόλου χρόνος να κοιτάξει τον εαυτό του αλλά τα μικρά ήταν το παν,  μόλις τα έβλεπε  ξεχνούσε οτιδήποτε   όμως  βαθιά μέσα του είχε αμφιβολίες αν θα τα κατάφερνε.  Κι αν τον έδιωχναν από κει τι θα έκανε, που θα πήγαινε, η αγορά πέθαινε κάθε μέρα, δεν ήταν και τόσο νέος για να μπορεί να  βρει εύκολα κάτι όπως παλιά, τα πράγματα  είχαν ζορίσει,  σ’  αυτόν έπεφτε όλο το βάρος, ήταν ο αρχηγός, κουραζόταν πολύ,  δεν ήταν τόσο η δουλειά όσο η γκρίνια του αφεντικού που ήταν αφόρητη,  ευτυχώς η πεθερά του που λάτρευε τα παιδιά   βοηθούσε πληρώνοντας φροντιστήρια και λογαριασμούς, τους είχε σώσει  άπειρες φορές,  αν δεν ήταν αυτή…

Ευτυχώς τα μικρά είχαν  τη  γιαγιά τους  όπου πήγαιναν κάθε Παρασκευή βράδυ για το σαββατοκύριακο  κι ήταν σα να πήγαιναν  ταξίδι στις Μπαχάμες, την υπεραγαπούσαν τη γιαγιάκα τους, όλο δώρα τους αγόραζε και τους έφτιαχνε παστίτσιο, το αγαπημένο τους φαγητό, η μικρή αν μπορούσε θα έτρωγε όλο το ταψί, η γιαγιά  είχε κι ένα διαφημιστικό από  μια εταιρεία  με έπιπλα, καλά μ’  αυτό το διαφημιστικό  είχαν περάσει άπειρες ώρες,   ήξεραν ακριβώς  πως θα έφτιαχναν  τα  δωμάτια  τους, το παιδικό, την κουζίνα, το σαλόνι, τα χρώματα, τους συνδυασμούς, κάτι τραπέζια δεν τους  άρεσαν, αυτά θα τα ξεφορτώνονταν,  μα τι απαίσια που ήτανε, όταν τελείωναν με το σπίτι  θα έβαζαν εκεί την οικογένεια και τα παιδιά τους  που τα υπολόγιζαν γύρω στα τριάντα,   όλα αγόρια βέβαια !

Τα μικρά   ζούσαν στον κόσμο τους, δεν καταλάβαιναν τίποτα κι ούτε που τα ένοιαζε, σιγά   μην καθόταν ν’  ασχοληθούν μ’ όλες αυτές τις αηδίες που απασχολούσαν το μπαμπά τους,  αυτά τα ένοιαζαν μόνο οι ζωγραφιές που μοίραζαν στις θείες τους,  τα γενέθλια με τις τούρτες και τους χυμούς,  οι φωτογραφίες που έβλεπαν στο ιντερνέτ με μοντέλα και χλιδάτες κοπέλες,  τα σίριαλ με χωρισμούς και κλάματα  που παρακολουθούσαν με τη μαμά  το βράδυ προτού πέσουν για ύπνο  τσατισμένα γιατί θα ήθελαν να ξενυχτήσουν ακόμα λίγο κι ας κοιμόταν στο σχολείο την άλλη μέρα,  α ήταν μεγάλη αδικία αυτό που τους έκαναν, ευτυχώς υπήρχαν τα σαββατοκύριακα που έβγαζαν τα απωθημένα τους και κοιμόταν μετά τα μεσάνυχτα ώσπου έγερναν ψόφια στην πολυθρόνα.

Μια νύχτα που η μαμά  τους είχε ξεχάσει   ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και φυσούσε αέρας  τα μικρά  άρχισαν να κρυώνουν   αλλά δεν σηκωνόταν να κλείσουν μόνο σκεπάζονταν και τυλίγονταν με τα παπλωματάκια  τους, ένα ζουζούνισμα ακούγονταν  στο δωμάτιο κι η μεγάλη ξύπνησε να  σκοτώσει το έντομο  γιατί φοβόταν μήπως τις τσιμπήσει  όμως δεν μπορούσε να το πετύχει και τελικά σκόνταψε  πάνω στις τεράστιες τσάντες τους, πήρε την κουβερτούλα της και πήγε στο σαλόνι να κοιμηθεί όμως ένιωσε τύψεις που άφησε τη μικρή μόνη και γύρισε να την ξυπνήσει όμως εκείνη   ήταν μέσα στα νεύρα  γιατί   δεν ήθελε να της χαλάνε τον ύπνο κι ούτε που την ένοιαζε για το έντομο, σιγά τώρα, δε πα να την τσιμπούσε όσο ήθελε, σκασίλα της, το πρωί ο μπαμπάς τους έψαξε και δεν βρήκε τίποτα ‘’Στην φαντασία σου το είδες’’ είπε στη μεγάλη όμως εκείνη ήταν  σίγουρη ‘’Ρε μπαμπά στις κουρτίνες ήτανε και περπατούσε!’’ όσο για τη μικρή δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της χάλασαν την ησυχία,  δεν υπήρχε περίπτωση να τους συγχωρέσει ποτέ !

 Όποτε τον έστελνε ταξίδι το αφεντικό να κανονίσει κάτι παραγγελίες,  μετρούσε τις ώρες για να γυρίσει, με το που έμπαινε ξανά στο σπίτι κι αντίκριζε τα κοριτσάκια  του ερχόταν να βάλει τα κλάματα αλλά προσπαθούσε να κρυφτεί για να μη τον δουν, αν  πήγαινε να τα φιλήσει  εκείνα δυσανασχετούσαν ΄΄ Έλα ρε μπαμπά,  άσε μας τώρα, φύγε! ΄΄  Ένα βράδυ γυρνώντας από ένα τέτοιο  ταξίδι μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών που ανάσαιναν  ελαφρά , άνοιξε ένα  τετράδιο που βρήκε στο  γραφείο και διάβασε μια ιστορία πολύ περίεργη,  έλεγε για ένα γκρίζο λύκο που έβγαινε  απ’  τον κρυψώνα της νύχτας σε μια πεδιάδα ωραία,  σ’  ένα τοπίο  χιονισμένο, σίγουρα ήταν της μεγάλης, αυτή είχε το ταλέντο, η δασκάλα τους έδινε συγχαρητήρια και τους έλεγε ότι το κοριτσάκι τους  έπρεπε  να γίνει συγγραφέας,  έγραφε συχνά ιστορίες φανταστικές με πολλές λεπτομέρειες που δεν περίμενες από ένα τόσο μικρό  κοριτσάκι ότι θα μπορούσε να σκεφτεί, είχε γεμίσει ένα ολόκληρο τετράδιο.

Είχε καιρό να δει το τετράδιο και διαπίστωσε ότι το παιδί είχε βελτιωθεί πολύ,   περιέγραφε  το  λύκο που έτρεχε χιλιόμετρα κυνηγώντας το  ζαρκάδι κι όποτε το  πλησίαζε εκείνο του ξέφευγε με  ελιγμούς κι ήταν μια μάχη για το ποιος θα τα παρατήσει πρώτος, σίγουρα το   μικρό είχε δει κάποιο ντοκιμαντέρ όπως συνήθως συμβαίνει όμως  τα παιδιά  πλάθουν στο μυαλουδάκι τους αυτό που βλέπουν φτιάχνοντας κάτι καινούριο και τελικά λέει το ζαρκάδι ξέφυγε περνώντας μέσα από ένα βάλτο γεμάτο λάσπες για να χαθεί μέσα σ΄ένα δάσος   ενώ  ο λύκος  απόμεινε μόνος του εκεί στην ερημιά να κοιτάζει τον ορίζοντα. Απογοητευμένος όπως ήταν γιατί δεν είχε φάει  μέρες συνέχισε να περιπλανιέται ώσπου βρέθηκε σ’ ένα μέρος με δέντρα που έγερναν  από  κοκκινωπούς καρπούς και θάμνους γεμάτους μούρα  που κανένας δεν μάζευε,  νερά κυλούσαν πάνω από πέτρες ίσιες σαν πλάκες,  χορτάρι πράσινο φύτρωνε τριγύρω. Ο λύκος νιώθοντας κουρασμένος βρήκε μια σπηλιά γιατί άρχιζε να βρέχει,  κι αποκοιμήθηκε κοιτάζοντας τις αστραπές που  έμοιαζαν με αχτίδες σπασμένες. Όταν  ξύπνησε  το μέρος   είχε μεταμορφωθεί κι είχε γεμίσει αγριολούλουδα κόκκινα  σαν παπαρούνες που σκέπαζαν όλη την κοιλάδα, διαβάζοντας   έβλεπε καθαρά το λιβάδι με τις κόκκινες παπαρούνες και το χιόνι ψηλά στα βουνά,  χωρίς να το καταλάβει   δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ'  τα μάτια του,  κι αυτός έγραφε ωραία κι οι καθηγητές του έλεγαν ότι  θα μπορούσε να γίνει δημοσιογράφος ή να βγάλει κάποιο βιβλίο, η ζωή του θα μπορούσε να πάρει  άλλο δρόμο  όμως είχε μπλέξει και να τώρα το παιδί του έβγαζε το ίδιο χάρισμα, το κεφάλι του βάραινε κι  έγειρε στο παιδικό γραφείο,   ακούμπησε μαλακά τ πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και σφάλισε τα μάτια, το πρωί τα παιδιά τον βρήκαν στο πάτωμα  να ροχαλίζει ξερός, τα μάτια του ήταν κόκκινα ‘’Ρε μπαμπά πάλι  έκλαιγες !’’ του είπανε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...