Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΝΙΟΡΤΟΥ

Ένα φίδι πετάχτηκε μες απ’ τα χορτάρια κι άρχισε να σέρνεται στην άσφαλτο ‘’Μη το πατήσεις, μη,  είναι γρουσουζιά !’’ φώναξε ο μελαχρινός τύπος που καθόταν δίπλα στον οδηγό, ο οδηγός φρέναρε μαλακά και το φίδι πρόλαβε να περάσει απέναντι και να χαθεί μες τα χωράφια, ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο δίπλα του κι από κει μπήκε  αέρος κρύος, μετά από τόση ζέστη που είχε  φάει αυτό ήταν ότι καλύτερο,  δε χόρταινε τη δροσιά,  ένιωθε ότι αν αργούσε λίγο ακόμα να φύγει  θα είχε μπλοκάρει εντελώς, δε μπορείς να φανταστείς πόσο το χρειαζόταν κι η ατμόσφαιρα εκεί πέρα ήταν τόσο ωραία,   έκανε κρύο σχεδόν, άκου ρε φίλε, μες τη καρδιά του θέρους, ότι πιο ευχάριστο, ήταν ευλογία!

Όταν  ξαφνικά  το αφεντικό  του είπε  ότι θα σταματήσουν επειδή  δεν είχε νόημα να κρατούν το μαγαζί ανοιχτό του ήρθε ταμπλάς,  δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να σκοτώσει την ώρα του, διακοπές είχε  πάει από νωρίς και τώρα είχε μπλοκάρει  ξανά,   κάθε χρόνο είχε το ίδιο πρόβλημα με  το καλοκαίρι  και τώρα που δεν δούλευε κιόλας τα είχε δει όλα, στο σπίτι δεν άντεχε να καθίσει, η γυναίκα του όλο γκρίνιαζε,  γυρνούσε σα χαμένος  στα πολυκαταστήματα όπου είχαν βάλει  τζάμια διάφανα κι από κάτω έβλεπες  νερά τείχη αρχαία,  βρύα και φτέρες φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες,  αργόσχολοι γέροι κοιμόταν  πάνω από βιβλία ανοιχτά, πιτσιρικάδες βαρεμένοι  ξάπλωναν στα μαξιλάρια φωνάζοντας, τι θα έκανε ρε φίλε; Αυτό το διάστημα  του φαινόταν ένα βουνό τεράστιο  που δεν θα μπορούσε να διαβεί με τίποτα, τι παγίδα ρε φίλε του είχανε  στήσει,  άλλοτε πάλι  όλα επανέρχονταν στην φυσιολογική τους διάσταση, ένα κανονικό καλοκαίρι ήταν κι αυτό που θα περνούσε κάποια στιγμή, εμένα μου λες !

 Η πόλη δεν είναι και το πιο φιλόξενο μέρος  το καλοκαίρι, όλοι φεύγουν σα παλαβοί λες και τους  κυνηγούν, καράβια κι αεροπλάνα αναχωρούν  για τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα, τα μαγαζιά κλειστά,  συνεργεία σκάβουν τα πεζοδρόμια,  αμάξια περνούν με μανία πάνω από καπάκια της ύδρευσης  ξεχαρβαλωμένα,  υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι όλα γύρω  έχουν βουβαθεί, όλες οι δραστηριότητες έχουν  ατονήσει σα να επιβλήθηκε  απαγόρευση κυκλοφορίας, ειδήσεις σταματούν  να βγαίνουν,  η τηλεόραση δείχνει  αηδίες απίστευτες,  όλα γίνονται υποτονικά, αργά, σιγανά, τόσο σιγανά που σούρχεται  να ουρλιάξεις!

 ‘’Άμα θες το σαββατοκύριακο πάμε στο χωριό σου, μπορούμε να μείνουμε στο σπίτι της Γ!’’  του είπε ένα βράδυ έτσι στο αδιάφορο η γυναίκα του που τον έβλεπε να χτυπιέται τόσες μέρες και τον λυπήθηκε. Το πατρικό του είχε αρχίσει ν αποσυντίθεται οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν εκεί κι  από τους δικούς του  δεν είχε μείνει κανένας, όλοι είχαν πεθάνει ή είχαν φύγει,   η Γ ήταν μια γειτόνισσα του παλιά που είχε γνωριστεί με τη γυναίκα του και μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο.  Η γυναίκα του θεωρούσε  εντελώς μπανάλ το χωριό του  αν και παραθαλάσσιο  τώρα όμως  είχε μεταστραφεί  και δέχτηκε να πάνε,  καλά ώρες -ώρες όποτε ήθελε γινόταν πολύ καλή αυτή η γυναίκα  κι ούτε  χρειάστηκε να την πιέσει γιατί θα  τον έστελνε αδιάβαστο,  αυτοί οι μήνες είναι δύσκολοι για τα ζευγάρια,  έρχεσαι πολύ κοντά με τον άλλον, χάνεις εκείνη την απόσταση την πολύτιμη, ήξερε ότι δεν μετακινούνταν εύκολα, δεν της  άρεσε να βγαίνει απ’ τη βολή της  και ξαφνικά δέχτηκε, εντάξει αυτό ήθελε μεγαλοψυχία!

 ‘’Βλέπεις τις λεύκες …’’ ακούστηκε  ξανά  ο βλαμμένος  συνοδηγός  που δεν έβαζε γλώσσα μέσα με τίποτα ‘’’…μόνο σκιά κάνουν και δεν αφήνουν να φυτρώσει τίποτα από κάτω τους, τις φύτευαν τότε για τη Σόφτεξ, το εργοστάσιο που έφτιαχνε χαρτί,  είχαν γεμίσει το τόπο,  πάει το εργοστάσιο  κι απόμειναν αυτά τα άχρηστα τα δέντρα που πέφτουν με τον παραμικρό αέρα!’’ ενώ είχε σταματήσει για μια στιγμή μετά πήρε φόρα πάλι, σχολίαζε τα πάντα, τις γυναίκες που περίμεναν να τις πάρει το αμάξι  για να πάνε να μαζέψουν σταφύλια στα χωράφια δίπλα στη θάλασσα,  τα καβάκια  που φύτρωναν δίπλα στο δρόμο κι έπρεπε να κοπούν γιατί δεν κάνουν τίποτα καλό,  τις βροχές που έπεφταν συνέχεια και είχαν σαπίσει τον τόπο,  τα πάντα ρε φίλε, δεν άφηνε τίποτα, είχε ζαλίσει τους πάντες !

 Κανονικά θα ερχόταν με το αμάξι κι όλα θα ήταν ωραία όμως κι εκείνο είχε χαλάσει,  το έχε στο συνεργείο κι έτσι έπρεπε  να ανεχτεί τον ηλίθιο, τον ήξερε από παλιά,  πάντα  έτσι ανισόρροπος ήτανε, όταν ήταν μικρός άκουγε τους φίλους του να λένε πως τον είχαν δει τη νύχτα να γυρνά στους δρόμους μες το σκοτάδι φορώντας ένα παλτό τεράστιο, το σπίτι του ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα σε κάτι παλιά χαλάσματα κι όσοι περνούσαν από κει έκαναν το σταυρό τους σα να ήθελαν ν’ αποφύγουν κάτι κακό, πάντως κάπως τα είχε καταφέρει και χώθηκε σε μια υπηρεσία όπου την περνούσε μια χαρά.

Όπως πλησίαζαν αντίκρισε  τα βουνά  πράσινα απ’ τις νεροποντές  σα να βρισκόταν στην  άνοιξη, ένα συννεφάκι σεργιανούσε ανάμεσα στις χαράδρες ξεχασμένο και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν οι μπαξέδες έδειχναν πολύ περιποιημένοι γεμάτοι με κόκκινα νυχτολούλουδα, στις πλατείες βρύσες με  νερά άφθονα  έτρεχαν μέσα στις στέρνες, ‘’Καλά  περνούσαν ρε φίλε εκεί πέρα οι χωριάτες!’’ σκέφτηκε τη στιγμή που  ένα ασθενοφόρο ήρθε από απέναντι  ακολουθούμενο από  ένα αμάξι με φώτα αναμμένα, ο οδηγός έκανε στην άκρη πλησιάζοντας τα   χωράφια με το ψηλό καλαμπόκι, ομίχλη φαινόταν  να έρχεται από  ένα λιβάδι μακριά όπου είχαν κατασκηνώσει χιλιάδες  κοράκια  ‘’Από Αύγουστο χειμώνα!’’ σχολίασε ο άλλος ο παλαβός  που δεν άφηνε τίποτα να πέσει χάμω .

 Με το που πάτησε το πόδι στα πάτρια εδάφη,  απόθεσαν τα πράγματα  στο σπίτι της γειτόνισσας κι  αμέσως πήρε τ’ απάνω του, καλά  πως δεν το είχε κάνει τόσον καιρό, τι στο δαίμονα περίμενε! Ο τόπος  βέβαια ήταν γεμάτος από βαλκάνιους  οι οποίοι   κοιμόταν στη σκιά των πανύψηλων πλατανιών της παραλίας , άλλοι κολυμπούσαν κι άλλοι έτρωγαν σ’ ένα κέντρο πάνω ψηλά απ το χωριό. Εκεί πήγαν αμέσως και καθίσανε δίπλα σε κάτι  τριανταφυλλιές μαβιές,  παρήγγειλαν λεμονάδες και μπύρες δίχως αλκοόλ, ωραία θέα είχε από κει πάνω, έβλεπες όλο τον μικρό κόλπο στο μυχό του οποίου  ήταν κτισμένος ο οικισμός,  ένα καμπαναριό έστεκε  στη μέση  που το είχαν χτίσει λέει πριν έναν αιώνα ο ναυτικοί αφού είχαν ταξιδέψει ποιος ξέρει σε τι θάλασσες μακρινές, αυτό που δέσποζε πάντως στο χώρο ήταν το τεράστιο ρέμα που περνούσε μέσα απ’ τα σπίτια και  κάποτε παραλίγο να πνίξει το χωριό, οι βροχές που έπεφταν άφθονες εκεί πέρα λόγω κάποια ιδιομορφίας του μικροκλίματος κατέβαζαν πολλά νερά και κατά καιρούς είχαν κινδυνέψει πολλοί, η πυροσβεστική δεν προλάβαινε  να βγάζει νερά από υπόγεια και μαγαζιά.  Το ρέμα ξεκινούσε από ψηλά απ τις χαράδρες του βουνού  εκεί σένα ύψωμα  υπήρχαν κάτι χαλάσματα κι εκεί πέρα είχε βρει να φτιάξει το  σπίτι του εκείνος μυστήριος που μιλούσε συνέχεια στη διαδρομή.  

 Όσο περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και καλύτερα  σα να είχε συμβεί κάτι μαγικό, το πρωί που ξυπνούσε περπατούσε στα δάχτυλα να μη  ξυπνήσει τη γυναίκα του , εκείνη την ώρα ήταν ο καλύτερος της ύπνος, καθόταν και τη  χάζευε,  ήταν υπέροχη όταν δε γκρίνιαζε,  δεν άντεχε καθόλου τη ζέστη κι άμα την έπιαναν τα νεύρα έπρεπε  να φύγεις μακριά. Πιο πολύ εστίαζε στη λακκούβα που είχε στη πλάτη της, του  έκανε πολύ εντύπωση, τη χάιδευε απαλά εκεί πέρα κι ύστερα την άφηνε ήσυχη γιατί ποτέ δεν ήξερες με τι διάθεση θα ξυπνούσε. Το πρωί  ήθελε  κάτι γλυκό λες κι όλη νύχτα διάβαζε ή τελείωνε λογαριασμούς, η γυναίκα του πάλι αναζητούσε σοκολάτες και σιροπιαστά τη νύχτα προτού πέσει στο κρεβάτι και πάντα  το καλύτερο γλυκό δεν το  έτρωγε ότι ώρα να είναι, το άφηνε εκεί πέρα για τη στιγμή που θα ένιωθε ωραία ώστε να το χαρεί όσο γίνονταν περισσότερο, το αντίθετο απ’  αυτόν δηλαδή που το καταβρόχθιζε επί τόπου, το εξαφάνιζε,  δεν άντεχε να περιμένει ούτε στιγμή !

 ‘’Είδα φρούτα πολλά στον ύπνο μου…’’ του είπε ένα μεσημέρι που είχαν πλαγιάσει μετά απ το κολύμπι ‘’…πεπόνια μοσχομυριστά, σταφύλια κόκκινα,  τα έτρωγα κι έτρεχαν τα ζουμιά πολύ γλυκά,  τα είχα βγάλει από ένα ψυγείο γεμάτο χυμούς και γρανίτες απ όλα τα χρώματα, λένε ότι αυτό είναι καλό όνειρο’’- ‘’ Εγώ είδα νερά είπε αυτός ‘’Ήταν καθαρά;’’  τον ρώτησε η γυναίκα του ‘’Καθαρά, πολύ καθαρά αλλά ορμητικά, φουσκωμένα τρέχανε με δύναμη, φοβόσουν να πλησιάσεις, κάποια στιγμή δοκίμασα να περάσω από ένα μέρος που μου φάνηκε ρηχό, πέρασα απέναντι με δυσκολία, ήμουν μούσκεμα’’-  ‘’Είναι καλό όνειρο…’’ του είπε  γυρίζοντας πλευρό ‘’…χάιδεψε τώρα τη πλάτη μου!’’

Η Γ  που τους φιλοξενούσε είχε ένα σκύλο  τον οποίο αγνοούσε εντελώς μιλάμε, ούτε να τον ταΐσει θυμόταν, αυτός το λυπόταν το ζώο, του κρατούσε τα κόκαλα απ’ τις  μπριζόλες που τρώγανε έξω κι ένα πρωινό αποφάσισε να τον πάει μια βόλτα στο βουνό.  Ξεκίνησαν πολύ νωρίς, προτού φέξει, είχε  όρεξη για περπάτημα και βγήκε απ το χωριό τραβώντας για  το  ύψωμα όπου βρισκόταν το σπίτι εκείνου του φλύαρου κοντά στα  χαλάσματα της  παλιάς πολιτείας με τα  τείχη και τις  πολεμίστρες, όταν έφτασαν στο λόφο άφησε το ζώο να γυρνά ελεύθερο και κάθισε να  δει τη θέα με το καμπαναριό και τον κόλπο που απλώνονταν κάτω.  Είχε ξεχάσει εντελώς το σκύλο όταν  τον άκουσε να γαυγίζει δυνατά, σηκώθηκε και περπάτησε κατά τα ερείπια όπου βρήκε  το ζώο να φωνάζει κοιτάζοντας σε μια κατεύθυνση σα να υπήρχε  κάτι εκεί πέρα αλλά αυτός  δεν έβλεπε τίποτα.

 Όπως πλησίασε το ζώο σα να πήρε θάρρος, άρχισε να τρέχει  προς τα χαλάσματα και  σταμάτησε μπροστά σε μια πύλη γκρεμισμένη κλειστή από  μια πόρτα ξύλινη που   κρέμονταν σε κάτι μεντεσέδες ξεχαρβαλωμένους,  εκεί σταμάτησε και καρφώθηκε ο σκύλος σα να έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο αόρατο, έπειτα άρχισε να υποχωρεί με την ουρά στα σκέλια σα να ένιωθε κάτι στον αέρα που αυτός δεν μπορούσε να δει.
 

‘’Κάτι υπήρχε  εκεί γύρω  διάβολε αλλά τι στο καλό μπορούσε να ήταν!’’ σκέφτονταν όταν ο  σκύλος άρχισε να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση γαυγίζοντας θλιμμένα, η  διαλυμένη πόρτα άνοιξε αργά κι αυτός  προχώρησε μπροστά, πέρασε την πέτρινη πύλη κι εκεί σ’ ένα ξέφωτο που ανοίγονταν ανάμεσα στις ξερολιθιές είδε τον  παλαβό  του χωριού, ποιος άλλος θα ήταν ρε φίλε:  στέκονταν στην άκρη του λόφου πάνω από έναν γκρεμό βαθύ  κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα,  ήταν ακριβώς όπως τον φαντάζονταν μικρός σαν άκουγε τις ιστορίες για τον άγνωστο που γυρνούσε στα στενά φορώντας το μακρύ παλτό του μόνο που εδώ μες την κάψα δε φορούσε την κάπα του μονάχα ένα πουκάμισο που ανέμιζε, ο αέρας σφύριζε όλη την ώρα κι από λεπτή αύρα άρχισε να δυναμώνει στριφογυρνώντας σα να ζωντάνευε,  μια στήλη από σκόνη και χορτάρια δημιουργήθηκε στο ξέφωτο κι έμοιαζε να προχωρά κατά πάνω του γρήγορα,  έκλεισε τα μάτια  να φυλαχτεί από τον κονιορτό κι άρχισε να περπατά κι αυτός  προς την κατεύθυνση που είχε φύγει το σκυλί όταν ένα χέρι πολύ δυνατό   άρπαξε ξαφνικά το πόδι του ... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...