Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΣΜΑΡΑΓΔΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ

‘’ Δε μου παίρνεις  τίποτα, ούτε ένα δώρο, Ο Κ  πήρε στην Α ένα δαχτυλίδι κι  έριξε το κουτάκι  μες τη σακούλα με το ρύζι,  όλο τέτοιες εκπλήξεις  της κάνει,  και τι δεν της έχει πάρει  ενώ  εσένα δε σε κόβει καθόλου, τίποτα, ούτε ένα ταξίδι, μα πόσο άχρηστος είσαι, η Α με τον Κ όλη την ώρα πάνε στο Λονδίνο,  στη Ρώμη, στο Παρίσι, εμείς  κολλημένοι εδώ πέρα  !’’ του είπε  μες τα νεύρα κι εκείνος δεν ήξερε τι ν’  απαντήσει.

Δεν είχε ελπίδες, ότι και  να έλεγε θα λειτουργούσε εις βάρος του, όταν  στράβωνε  γίνονταν απίστευτα επιθετική και η αντιμετώπιση της  ήταν η υπέρτατη άσκηση υπομονής, ότι και να έλεγες έβρισκες το μπελά σου, σε περνούσε γενεές δεκατέσσερις κι αυτό  μπορεί να πήγαινε για μέρες, τα νεύρα σου γινόταν κόμπος,  μετά βέβαια τα ξεχνούσε όλα σα να μην έτρεχε τίποτα  και γελούσε αλλά μέχρι να  περάσει όλο αυτό σούβγαινε πραγματικά η πίστη !

 Το καλύτερο που μπορούσε να  κάνει ήταν να περιμένει μέχρι να ηρεμήσει, συνήθως δεν της έπαιρνε και πολύ αλλιώς θα ήταν αδύνατο  να την  αντέξει, εκείνο το βράδυ λοιπόν πλάγιασε νωρίς, ευτυχώς ήταν αργά κι έτσι μπορούσε να κοιμηθεί για να μην ανοίξει πάλι καμιά κουβέντα που μπορούσε να καταλήξει άσχημα. Άντε τώρα  να της εξηγήσει ξανά  ότι μισούσε τα ταξίδια, τέτοιες μέρες ειδικά δεν είχε καμιά όρεξη να τραβιέται  σε καμιά πόλη ευρωπαϊκή γεμάτη φώτα και μουσεία όπου σούρχεται να κοπανήσεις το κεφάλι στον τοίχο  από τη βαρεμάρα.  Δεν άντεχε να φύγει από  τη χώρα του και να γυρίζει σα δαίμονας σε  κάθε ηλίθιο μέρος  όπου δεν έδιναν δυάρα γι’  αυτόν.  Θα μου πεις μήπως τα καλοκαίρια δεν είχαν το ίδιο πρόβλημα, αυτή μπορούσε να πάει διακοπές σε κάνα νησί και να στρωθεί άνετη και χαλαρή   εκεί πέρα για κάνα εξάμηνο ενώ αυτός μετά το πρώτο  διήμερο  έκοβε φλέβες, χτυπιόταν όλη την ώρα, τον έπιανε μια μανία να σηκωθεί να φύγει από κει και να μη γυρίσει  ποτέ ξανά! Κι ύστερα ήταν κι  η θάλασσα που αυτός δεν την  άντεχε, δεν καταλάβαινε γιατί  έπρεπε να υποστεί όλη εκείνη την καταραμένη ταλαιπωρία μες την κάψα,  καθόταν στην αμμουδιά σα βλάκας  ενώ αυτήν κολυμπούσε με τις ώρες σα δελφίνι ξεχνώντας  να βγει,  σου μιλάω για πλήρη ασυμφωνία!

 Όταν πάλι πήγαιναν ψωνίσουν αυτή μπορούσε να σηκώσει το μαγαζί,  δεν άντεχε να βλέπει όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που υπήρχαν ενώ  αυτός έπαιρνε μοναχά αυτό που είχε  στο μυαλό του,  τίποτα  παραπάνω,  όλες εκείνες οι  βλακείες που υπήρχαν στα ράφια και στα κρεμαστάρια δεν του έλεγαν τίποτα,  μα τίποτα σου λέω! Στα γενέθλια της  έπρεπε να λέει εκείνο το ηλίθιο τραγουδάκι που το μισούσε,  θε μου τι μαρτύριο,  αλλά άντε να εξηγήσεις στις γυναίκες.  Αυτή πέθαινε για εκπλήξεις, αναπάντεχα δωράκια και τέτοια,  ξέρεις τώρα, κι αυτός  έβρισκε όλη  αυτή τη σκηνοθεσία μια χαζομάρα σκέτη.  Αυτή χρειαζόταν όπως το οξυγόνο την παρέα, τα τηλέφωνα,  τους καφέδες και το ατελείωτο μπλα -μπλα με τις φιλενάδες και το σόι της  ενώ αυτός  ο μούχλας-  μα πολύ μούχλας ρε φίλε-  δεν πήγαινε σχεδόν πουθενά,  κοιμόταν νωρίς,  δεν κάπνιζε,  δεν έπινε,  δεν  έκανε καταχρήσεις, του άρεσε η ρουτίνα, η επανάληψη, η σταθερότητα και η ηρεμία,  ποιο νορμάλ πεθαίνεις!

 Όταν έπιανε να γκρινιάζει προτιμούσε  να φεύγει απ’  το σπίτι, ήταν πολύ καλύτερα έξω κι ας είχε  κρύο, κι ας έβρεχε, κι ας χιόνιζε! Μπορούσες ν’  ανασάνεις καθαρό αέρα,  χειμωνιάτικο, οι δρόμοι πια είχαν στολιστεί με φώτα γιορταστικά τα βράδια και στα μαγαζιά οι κοπέλες γελούσαν πίσω απ’  τα ταμεία και τους πάγκους.. Οι γιορτές είχαν φτάσει κι όλοι έτρεχαν ν’  αγοράσουν κάτι, να κανονίσουν που θα πάνε και  πως θα περάσουν αυτές τις μέρες.  Στις λαϊκές πουλούσαν λουλούδια αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα και μανταρίνια, οι  αγρότες έφερναν απ’  τα χωριά  κρασιά της  καινούριας  σοδειάς τους,   οι γυναίκες γέμιζαν τα κομμωτήρια να φτιάξουν τα μαλλιά και τα νύχια τους ενώ οι παρέες καθόταν και μιλούσαν γύρω απ’  τις στήλες του γκαζιού που έβγαζαν φλόγες έξω απ’  τις καφετερίες. Παντού επικρατούσε μια  διάθεση παράξενη καθώς  ο ήλιος λέει την περίοδο κοντά στα  Χριστούγεννα  εισέρχεται στον Αιγόκερο και ξεκινά ο χειμώνας…

 Γιορτές ερχόταν έπρεπε κι αυτοί να τα βρούνε, να συνάψουν ειρήνη δεν μπορούσαν να είναι έτσι,  θα της αγόραζε ότι ήθελε,  θα την πήγαινε όπου του ζητούσε μόνο να μη τον έπρηζε. Έπρεπε  κάτι να γίνει και να συμφιλιωθούν  με το τέλος της χρονιάς,  και να πεις ότι δεν περνούσαν καλά, είχαν μια χημεία εκπληκτική,  όταν αγκαλιάζονταν τα σώματα τους γίνονταν ένα σα να έλκονταν από μια δύναμη ακατανίκητη. Μαζί της είχε στρώσει η ζωή του, είχε συμμαζευτεί, είχε λύσει ένα κάρο προβλήματα που τον βασάνιζαν,  σου μιλάω για μανίκια,  θέματα που του φαινόταν κόλαση, τόσο δύσκολα,   είχαν γίνει ένα δίδυμο φοβερό και μαζί μπορούσαν να αντιμετωπίσουν όλους τους εχθρούς του σύμπαντος ! Πάντα φρόντιζε να βρίσκει χρόνο γι’  αυτήν,  να μη της λείπει τίποτα, να μην αγχώνεται, να μη κουράζεται,  αυτουνού του άρεσε η ταλαιπωρία,  να τρέχει από δω κι από κει σα διάβολος,   να διορθώνει τα χαλασμένα στο σπίτι τέτοια πράγματα δεν τον κούραζαν ποτέ. Κι  όταν  έπαιζαν το βράδυ χαρτιά οι δύο τους η ώρα περνούσε πολύ ωραία,  ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να παίξει  μαζί του χωρίς  να σκοτωθεί, χωρίς  να λυσσάξει απ’  το κακό του,  μαζί της δε θύμωνε ακόμα κι αν έχανε,  ακόμα κι αν αυτή τον έσκιζε - το οποίο ήταν το πιο συνηθισμένο-  εντάξει μερικές φορές του την έδινε λίγο.

 Αλλά ρε φίλε ήταν τρομερά δύσκολο να συνηθίσει όλες εκείνες  τις λεπτομέρειες, να μάθει δηλαδή   να πλένει καλά κι  όλη την ώρα τα χέρια του,  να μην πίνει απ’  το ποτήρι της,  να μην παίρνει το μαξιλάρι της,  να βγάζει τα παπούτσια μόλις μπαίνει στο σπίτι,  να σκουπίζει καλά με την ηλεκτρική,  να μην ξεχνά την πετσέτα όταν μπαίνει στο μπάνιο,  να μην τρώει απ’  την κατσαρόλα, να μην κάθεται με το παντελόνι στον καναπέ, να μη βγαίνει με τις κάλτσες στο μπαλκόνι, να μη ρίχνει ψίχουλα στο πάτωμα, καλά  όλα αυτά για να τα συνηθίσει  χρειαζόταν πέντε ζωές, δεν υπήρχε περίπτωση!

 Έπρεπε να βρει κάποιο κόλπο να την πλησιάσει,  κάτι έξυπνο, κάτι πρωτότυπο, έπρεπε να της πάρει κάτι για τις γιορτές  όμως τι στο καλό θα της  άρεσε;  Δε μπορούσε  και  τη ρωτήσει γιατί εκείνη αμέσως φούντωνε και τον παραμάζευε.  Ρώτησε δεξιά – αριστερά,  έψαξε στις βιβλιοθήκες, γύρεψε πληροφορίες παντού για να πάρει  ιδέες   κι έμαθε ένα κάρο πράγματα για κοσμήματα και τέτοια,  στο τέλος  είχε διαβάσει τόσα πολλά που ζαλίστηκε,  πονούσε το κεφάλι του.  Πιο πολύ εντύπωση του είχαν  κάνει μερικά  σπάνια κομμάτια  με  κλεισμένες μέσα τους  κάτι σαν ταινίες ή ρίγες,  που έκαναν τα πετράδια να μοιάζουν με πραγματικά αστέρια όπως  και κάτι άλλες  πέτρες πολύτιμες, εξάγωνες,  οκτάγωνες και δωδεκάγωνες που είχαν εγκλωβισμένα μέσα τους ψήγματα  χαλαζία  τα οποία  τους έδιναν μια όψη αλλόκοτη λαμπυρίζοντας  από τις αμέτρητες γωνίες τους.  Είχε τόσο πορωθεί που στον ύπνο του έβλεπε όλη την ώρα  ένα πετράδι  που το λέγανε ‘’το σμαράγδι της Πατρίτσια’’, ένα τεράστιο,  πρασινωπό,  ηλικίας εκατομμυρίων ετών  κομμάτι που σαν αυτό δεν υπήρχε   πουθενά αλλού στον κόσμο…

Εκείνη τη μέρα έφυγε χαράματα απ’  το σπίτι, δεν ήθελε να την ξυπνήσει έτσι που κοιμόταν ήσυχη κι έδειχνε τόσο  ήρεμη,  ήθελε  να τη φιλήσει αλλά καλύτερα να μη το διακινδύνευε.  Στο  λεωφορείο βρήκε μια θέση   δίπλα σ’ έναν  γέρο που παραμιλούσε όλη την ώρα και σε κάποια στιγμή μπήκε στο αστικό ο ζητιάνος που έβλεπε χρόνια τώρα  να σέρνεται χωρίς  να λέει να πεθάνει  με τίποτα ρε φίλε, επέμενε εκεί πέρα  την ώρα που παιδιά σαν το κρύο το νερό έφευγαν αδιάβαστα, ότι νάναι!

 Θα πήγαινε λίγο νωρίτερα στη δουλειά αφού περνούσε πρώτα απ’  το χρυσοχοείο που βρισκόταν μέσα σε μια στοά απ’ όπου συχνά περνούσε. Στην αρχή της   υπήρχε ένα χασάπικο όπου άνθρωποι με μεγάλα  μαχαίρια  έκοβαν κρέατα πάνω  σ’  έναν ξύλινο πάγκο,  τεράστιο,  καθόταν καμιά φορά και τους χάζευε να σκίζουν και να  τεμαχίζουν το μαλακό κρέας. Εκεί πέρα ερχόταν συχνά  κι ένα σωρό ζητιάνοι κι άλλοι περίεργοι και ψαχούλευαν ανάμεσα στα πεταμένα κομμάτια να βρουν κάτι που να  τρώγεται γι’  αυτούς ή τα  ζώα τους. Μόλις άνοιγε το κοσμηματοπωλείο θα πήγαινε να πάρει ένα  δαχτυλίδι,  υποτίθεται ότι μετά από τόσον καιρό  έπρεπε  να ξέρει το γούστο της,  θα της έπαιρνε κανένα ασημένιο καλύτερα,  τα άλλα  έδειχναν λίγο φτηνιάρικα και θα του πετούσε καμιά μπηχτή αν της έφερνε κανένα τέτοιο. ‘’Τα ασημένια ήταν  πάντα τα αγαπημένα της…’’ σκεφτόταν κι  όπως ήταν αφηρημένος έπεσε πάνω σε  κάποιον με ματωμένη ποδιά ‘’Σιγά ρε φίλε…’’ του φώναξε ο άλλος’’… κατακόπηκα!’’ - ‘’Συγνώμη!’’ είπε χαμηλόφωνα και βιάστηκε να εξαφανιστεί.

Κρατώντας  τις φωτοτυπίες παραμάσχαλα τράβηξε για το χρυσοχοείο. Την ώρα εκείνη τα μαγαζιά σήκωναν τα στόρια τους, έπρεπε να πατήσει ένα κουδούνι για να τον αφήσουν να μπει μέσα, ένας κύριος καλοντυμένος του έδειξε εκεί πέρα τοποθετημένα σε κουτάκια όμορφα, σκουλαρίκια,  βραχιόλια και κάτι άλλα  στολισμένα  με πέτρες χρωματιστές που άστραφταν, δεν ήταν σαν αυτά που είχε δει στα βιβλία αλλά κι αυτά ήταν όμορφα,  πήρε ένα ασημένιο με μια χρυσή ρίγα που διέτρεχε το ημικύκλιο  κι ένα πετραδάκι λαμπερό σφηνωμένο στην κορυφή του.

 Το απόγευμα που σχόλασε δεν κρατιόταν να πάει σπίτι για να της το δείξει ‘’Θε μου…’’ συλλογίζονταν καθώς πλησίαζε  στη γειτονιά του  ‘’…ας της αρέσει, πως θα κάνω Χριστούγεννα;  ’’ Με το που κατέβηκε απ’  το αστικό ένιωσε να βρέχεται το πρόσωπο του, από το πουθενά είχε πιάσει μια βροχή χωρίς προειδοποίηση κι όλοι έτρεχαν να προφυλαχθούν κάτω απ’  τα μπαλκόνια και τις μαρκίζες των πολυκατοικιών. Στο διπλανό πάρκο μια σουσουράδα με τραχηλιά στο χρώμα του λεμονιού περπατούσε νευρικά μέσα στα βρεγμένα χορτάρια σα να μη συνέβαινε τίποτα  ‘’Καλά  μερικά πουλιά είναι εντελώς παλαβά!’’ μουρμούρισε  όταν άκουσε έναν κρότο  σαν κάτι να κυλιόταν βίαια  στην άσφαλτο. Μια μοτοσικλέτα είχε πέσει  ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης μες τη βροχή,   όλοι είχαν σταματήσει και κοιτούσαν όμως κανείς δεν έβγαινε από το αμάξι του να  βοηθήσει τον άνθρωπο που κυλιόταν  στα νερά, ‘’Μα τι ζώα !’’ σκέφτηκε και πλησίασε πλατσουρίζοντας, ο πεσμένος που ανακάθισε στην άσφαλτο  του έκανε νόημα να σηκώσουν τη μηχανή κ έπιασε το τιμόνι αλλά με το που  προσπάθησε να την πιάσει  ένιωσε ότι   ήταν  πολύ βαριά,  θα του σακάτευε τη μέση σίγουρα.   ‘’Κράτα  απ’  αυτή τη μεριά!’’ φώναξε ο χτυπημένος που φορούσε σ’ όλο του το σώμα ένα πράσινο αδιάβροχο, έπιασαν μαζί και επανέφεραν τη μοτοσικλέτα με το κεφάλι του να έχει γίνει μούσκεμα,  βοήθησε τον άνθρωπο να καβαλήσει κοιτάζοντας του άχρηστους  οδηγούς που αδημονούσαν πότε θ’  ανοίξει ο δρόμος για να φύγουν όμως καθώς τίναζε το σακάκι του είδε ότι το κουτάκι με το δαχτυλίδι δεν ήταν εκεί μέσα, μα που στο διάβολο είχε  πέσει !

 Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του χωρίς  να έχει τίποτα πάνω του ήταν σίγουρος ότι θ’  άκουγε τον αναβαλλόμενο,  προετοιμάστηκε όσο καλύτερα  μπορούσε ξεχνώντας ότι  όλα τα  ρούχα είχαν  μουλιάσει, με το που μπήκε η γυναίκα του φώναξε ‘’Αγόρι μου τι έπαθες;’’ κι αυτός ένιωθε ότι την είχε απογοητεύσει κι ότι είχε χάσει το παιχνίδι   αλλά τη στιγμή εκείνη χτύπησε  επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας και βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν ποιος ήτανε, σκύβοντας από κάτω αντίκρισαν τον  μοτοσικλετιστή με το πράσινο αδιάβροχο να κραδαίνει  κάτι στο χέρι ‘’Φίλε κάτι σου έπεσε!’’  του φώναξε. 



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...