Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

ΣΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Μια οσμή από μύρο ένιωσε να έρχεται ξαφνικά στο πρόσωπο της όπως δοκίμαζε να μπει στο πιο σκοτεινό μέρος του υπογείου, τον ‘’τάφο’’ όπως το λέγανε εκείνο το μέρος οι υπάλληλοι επειδή για να πας εκεί έπρεπε να διασχίσεις ένα πανύψηλο διάδρομο γεμάτο διακλαδώσεις που θύμιζαν   κατακόμβη. Το κτήριο όπου στεγαζόταν το σούπερ μάρκετ ανήκε σε μια εκκλησία πολύ παλιά και διόλου παράξενο να υπήρχε καμιά κρύπτη εκεί πέρα από τότε που κυνηγούσαν τους χριστιανούς. Όπως ήτανε μόνη εκείνη τη μέρα, οι πιο πολλοί είχαν πάρει άδεια, φοβήθηκε, δε μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν η μυρουδιά που ήταν βέβαια ευχάριστη, έμοιαζε μ’ αυτήν που απέπνεε ο επιτάφιος με τα λουλούδια της άνοιξης, τα λιβάνια και τ’ αρώματα όμως εκεί κάτω στο σκοτεινό υπόγειο έμοιαζε κάπως απειλητική, ασυναίσθητα έκανε το σταυρό της, σταμάτησε εκεί που βρίσκονταν και κοίταξε πίσω της νιώθοντας ότι κάποιος την ακολουθούσε, ήταν σίγουρη ότι από καμιά γωνιά θα εμφανίζονταν κανένα φάντασμα καλόγερου η γέρου προσκυνητή για να την κατατρομάξει.

Αν είχε μαζί της το Λυκούργο εκεί κάτω δε θα φοβόταν τίποτα, πάντα τη βοηθούσε κι όταν είχε κάτι βαρύ να κουβαλήσει δεν την άφηνε ποτέ, ο τύπος ήταν θηρίο, ένα παιδί ψηλό, αθλητικό, που δε καταλάβαινε τίποτα, χρόνια στη πιάτσα, πριν έρθει εκεί δούλευε στα κρέατα, ξυπνούσε απ’ τις τέσσερις και σχολούσε αργά το απόγευμα, το πρωί κουβαλούσε στην πλάτη κάτι κομμάτια ζώων τεράστια που έλεγες ότι τα είχανε κόψει από δεινόσαυρο κι έπειτα έκανε χαβαλέ με τους πελάτες και τις κυριούλες πουλώντας όλο το εμπόρευμα. Καλά άμα ήταν εκεί κάτω ο Λυκούργος που κάθε πρωί έκανε μια ώρα γυμναστική προτού έρθει στο σούπερ μάρκετ, θα προχωρούσε μαζί του μέσα στον τάφο να δουν τι στο δαίμονα υπήρχε στο βάθος των διαδρόμων κι από πού ερχόταν εκείνη η απόκοσμη οσμή του μύρου που είχε κατακλύσει το χώρο…

Εκείνες οι βλαμμένες οι κοπελίτσες απ’ τα ταμεία που την έστελναν όλη την ώρα κάτω φταίγανε, όταν δε βρίσκανε κανένα εμπόρευμα που ζητούσαν τίποτα παλαβές γριές ακούγονταν στο μεγάφωνο ‘’Η κυρία Ε να έρθει στη ρεσεψιόν παρακαλώ! ‘’ κάθε φορά της ανέβαινε η πίεση όταν άκουγε να τη φωνάζουν αντί να κουνηθούν και να πάνε μόνες τους, μα τι τεμπέλες θεέ μου, καλά ήταν πολύ άχρηστες! Τα είχε βαρεθεί πραγματικά εκείνα τα κοριτσάκια και περίμενε πότε θα τελείωνε η σύμβαση της να σηκωθεί να φύγει από κει πέρα, ήταν σίγουρη ότι θα θέλανε να την κρατήσουν γιατί τους έβγαζε όλη τη δουλειά την ώρα που πληρώνανε ψίχουλα, δεν είχε καμιά όρεξη να συνεχίσει, εκεί έξω βέβαια τα πράγματα είχαν αγριέψει παρά πολύ κι έπρεπε να σκεφτείς καλά την κάθε σου κίνηση, όπως και να είχε θα το σκεφτόταν πολύ πριν αποφασίσει.

Κι έπειτα ήταν η καθημερινή ρουτίνα που είχε αρχίσει να της αρέσει, αν και τα πρωινά βλαστημούσε κάθε φορά που χτυπούσε το ξυπνητήρι, ειδικά όσο χειμώνιαζε, η νύχτα μεγάλωνε κι έπρεπε να σηκώνεται μες τ’ άγρια χαράματα. Μαζί της είχε πάντα ένα θερμός με ζεστό καφέ που το ακουμπούσε στα χείλη για να ζεσταίνει το πρόσωπο και τα χείλια της καθώς γύρω το κρύο γινόταν όλο και πιο αισθητό. Ο καιρός πήγαινε καλός, δεν είχε βρέξει για καιρό κι υπήρχαν μέρες που ο ήλιος ήταν εξαιρετικά ευχάριστος, δεν έμοιαζε καθόλου με κείνον τον καλοκαιρινό που σου τσουρουφλίζει το δέρμα, άμα έχεις συνηθίσει στη ζέστη αυτός ο ήλιος, ο φθινοπωρινός, δε σε πειράζει καθόλου. Όλα τα μαγαζιά είχαν γεμίσει κόσμο, νεολαία πιο πολύ, κι αφού οι άνθρωποι είχαν ξεμπερδέψει με τα σχολικά και δεν χρειαζόταν ακόμα πετρέλαια και καλοριφέρ, το είχαν ρίξει έξω διασκεδάζοντας, πραγματικά η εποχή έμοιαζε πολύ ωραία…

Κάθε πρωί παρατηρούσε στη στάση τα τελευταία άστρα που είχαν απομείνει στον ουρανό κι όταν έφτανε στο κέντρο της άρεσε να βλέπει τους φωτισμένους φούρνους που έψηναν τσουρέκια απ’ τα χαράματα, τα καφέ που πουλούσαν ντόνατς και καπουτσίνο, τα τυροπιτάδικα που ετοίμαζαν χυμούς και ζεστά σάντουιτς στην τοστιέρα. Πάντα είχε αδυναμία στο κέντρο με τα μαγαζιά του που έσφυζαν από ζωή και χρήμα κάποτε, τότε που υπήρχαν δουλειές και πλήρωναν καλά όμως τα πιο πολλά απ’ αυτά κατέβαζαν ρολά μέρα με τη μέρα κι ήταν μια πίκρα να τα βλέπεις, μόνο γυράδικα και κάτι άλλα φτηνιάρικα καταστήματα άνοιγαν ενώ ο κεντρικοί δρόμοι έμοιαζαν εγκαταλειμμένοι στο έλεος του θεού.
Είχαν αλλάξει σίγουρα τα πράγματα, δεν ήταν πάντοτε έτσι, η πόλη βίωνε μεγάλη παρακμή καθώς ο δήμαρχος είχε αποδειχθεί μεγάλο λαμόγιο κι η αστυνομία έμοιαζε εξαφανισμένη από παντού. Ο τόπος είχε γεμίσει ζητιάνους, πρεζόνια και μετανάστες που σκοτώνονταν κάθε μέρα έξω από τα τυροπιτάδικα πουλώντας τσιγάρα λαθραία κι ο θεός ξέρει τι άλλο εντελώς ξεδιάντροπα αφού δεν υπήρχε κανείς να τους ελέγξει, γύρω παντού σκύλοι αδέσποτοι άρπαζαν τεράστια κόκαλα έξω απ’ τα χασάπικα και πήγαιναν σε καμιά γωνιά να τα ροκανίσουν, το θέαμα ήταν τριτοκοσμικό καθαρά, θύμιζε Ινδία, Πακιστάν κάποια από κείνες τις χώρες εκεί κάτω.

Κάθε πρωί συναντούσε κοντά σε μια στοά και τον Λυκούργο, για να κόψει δρόμο περνούσε από κει μέσα κι έβγαινε κατευθείαν στο σούπερ μάρκετ.  Όταν ήταν ακόμα νύχτα Ο Λυκούργος – τι όνομα κι αυτό θεέ μου- που  είχε δουλέψει ένα φεγγάρι στα καράβια της εξηγούσε  τους αστερισμούς ψηλά στον ουρανό, όσους τουλάχιστον μπορούσαν  να διαπεράσουν τα φώτα της πόλης . Το πρωί η στοά ήταν έρημη αλλά το μεσημέρι που σχολούσαν κι έφευγαν μαζί έβλεπαν εκεί κάτι περιθωριακούς και κάτι άλλους άσχετους που μαζευόντανε στη στοά και τα πίνανε τσιμπολογώντας κανένα μεζέ, λίγο τυράκι, κανένα ψάρι παστό, λίγο σαλαμάκι. Μερικές φορές έτρωγαν και καμιά καυτερή πιπεριά και τότε τους έβλεπες ν’ αναστενάζουν και να ξεφυσούν ενώ στάλες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο τους γιατί είχαν καεί τα μέσα τους. Όταν τύχαινε να περνά μόνη της την κοιτούσαν περίεργα και πετούσαν κανένα: ‘’Που πάει το γκομενάκι !’’ αλλά από τότε που τους είχε μιλήσει ο Λυκούργος την σέβονταν, με τον καιρό είχε ξεθαρρέψει κι αυτή, τους πετούσε καμιά κουβέντα κι άλλοτε σταματούσε στη στοά να πάρει κανένα βότανο από έναν πλανόδιο που πουλούσε σπόρους τριανταφυλλιάς και φύλλα δάφνης, σπαθόχορτο και ρίγανη, θυμάρι και στελέχη αλόης, είχε μάθει ότι ο τύπος πήγαινε μόνος του πάνω στα βουνά στις ξερολιθιές και τα μάζευε όλο το χρόνο…

Με τον Λυκούργο ένιωθε ασφάλεια τώρα όμως είχε μείνει μοναχή της στο υπόγειο κι είχε παγώσει απ’ το φόβο, ο άλλος είχε εξαφανιστεί, σίγουρα θα τον είχαν στείλει να ξεφορτώσει εκείνο το πελώριο φορτηγό που έφερνε καταραμένες προμήθειες και παραλαβές. Ήτανε μόνη της και φοβόταν, της ήρθε στη μνήμη εκείνη η σκηνή όταν ήταν μικρή που είχε πάει στην εκκλησία μοναχή της κι άναψε δυο κεράκια βλέποντας μια τοιχογραφία ζωγραφισμένη ψηλά  στην οροφή που έδειχνε τους μάγους να  ακολουθούν το αστέρι για να βρουν το χριστό, ξαφνικά είχε ακούσει τσόκαρα να σέρνονται στο πάτωμα αλλά δε μπορούσε να δει τίποτα, μοναχά ένα θρόισμα αδιόρατο διαπερνούσε τον αέρα σαν κάποιος να διέσχιζε το χώρο δίχως να φαίνεται κι αυτό ήταν τόσο τρομαχτικό που είχε ανατριχιάσει ολόκληρη. Η γιαγιά της  που την αγαπούσε υπερβολικά  και κάθε βράδυ στο μπαλκόνι της έδειχνε όλα τ’ άστρα του ουρανού κι όλους τους αστραφτερούς σχηματισμούς που φτιάχνονταν εκεί πάνω  τη νύχτα, κι όλους του δρόμους  που έπρεπε να διασχίσουν οι μετεωρίτες στο ουράνιο ταξίδι τους,   αυτή η γιαγιά της λοιπόν της είχε πει ότι η αγία σ’ εκείνη την εκκλησία είχε εμφανιστεί σε πολλούς, ιδίως σε μερικούς που δεν ήσαν και τα καλύτερα παιδιά και τους είχε δώσει ένα σκαμπίλι τόσο δυνατό που το ένιωθαν για χρόνια στο μάγουλο επειδή είχαν κάνει κάτι βρώμικο ή είχαν σκεφτεί κάτι πονηρό, μάλιστα υπήρχε και κάποιος στη γειτονιά με στραβωμένη τη μια μεριά του προσώπου που λέγανε ότι το είχε πάθει από ένα τέτοιο σκαμπίλι γιατί είχε βάλει κάποτε χέρι στο παγκάρι, η αγία τον είχε πάρει μάτι και τον τιμώρησε έτσι λέγανε . . .

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα την κατέκλυσε ξανά όπως τότε που ήταν πιτσιρίκι κι έβλεπε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια σαν όλα γύρω να είχανε μια διάσταση άλλη απ’ την πραγματική. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα, όπως όμως έκανε να υποχωρήσει το ένα μετά το άλλο τα φώτα στο ταβάνι έσβησαν, όλος ο χώρος γύρω σκοτείνιασε απότομα όπως συμβαίνει στους δρόμους το πρωί. Έκανε μερικά βήματα στα τυφλά ψηλαφώντας ένα καρότσι που υπήρχε στο διάδρομο, καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί γιατί να της συμβαίνει αυτό, τι στο καλό αμαρτίες είχε κάνει, εκτός από κάτι ψιλά δε θυμόταν κανένα σοβαρό παράπτωμα, ήταν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα έτρωγε ένα μπάτσο τόσο δυνατό που θα της έφευγε καμιά γέφυρα απ’ την οδοντοστοιχία της. Έβαλε το χέρι στο σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό, αυτόν που της είχε χαρίσει η αγαπημένη της γιαγιά  και τον είχε χάσει ένα καλοκαίρι βουτώντας στη θάλασσα σ’ ένα νησί από έναν βράχο. Είχε χαλάσει τότε τον κόσμο να τον βρει, είχε βάλει όλους τους γνωστούς της να βουτήξουν με μάσκες και μπουκάλες, η ίδια κόντεψε να σκάσει κάτω απ’ το νερό ψάχνοντας, δεν θα έφευγε απ’ το νησί αν δεν έβρισκε τον σταυρό, και τελικά τον βρήκε ρε φίλε, σ’ ένα μέρος όχι και τόσο βαθύ, ήταν πεσμένος στην άμμο του βυθού και γυάλιζε ακτινοβολώντας τις αχτίνες του ήλιου που έφταναν μέχρι τον βυθό, καλά όταν τον είχε στερεώσει στο λαιμό της ένιωσε υπέροχα σα να ξαναβρήκε τη χαμένη της δύναμη.

Ένας ήχος σα μακρόσυρτο μουρμουρητό ήρθε τώρα στ’ αυτιά της, αυτό το πράγμα ήταν σίγουρα κάποιο δαιμόνιο, για καλό πνεύμα πάντως δεν έμοιαζε, με το που έσβησαν τα φώτα τα μουρμουρητό εκείνο δυνάμωσε κι απ’ την αντίθετη κατεύθυνση της φάνηκε ότι άκουγε ένα θόρυβο που δυνάμωνε ολοένα σαν κάποιος να κοπανούσε ένα ταμπούρλο προαναγγέλλοντας μια καταστροφή που πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά, είχε αρχίσει να ιδρώνει όπως εκείνοι οι τύποι στη στο που έτρωγαν τις καυτερές πιπεριές, της ερχόταν να βάλει καμιά τσιρίδα να ξεσπάσει, χωρίς να το καταλάβει έσυρε την παλάμη της κατά το σταυρουδάκι που είχε στο λαιμό

‘’Ε, τι διάλο γίνεται εκεί κάτω!’’ ακούστηκε η άγρια φωνή του Λυκούργου κι ένα  βάρος απίστευτο  έφυγε απ την καρδιά της .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...