Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΟΠΕΤΡΑΣ

‘’Βλέπεις εκείνη την καρυδιά εκεί απέναντι στο δάσος !’’ μου είπε ο τυφλός δείχνοντας ένα δέντρο με παχύ πράσινο φύλλωμα ‘’Από κάτω της έγινε ένα φονικό κάποτε, κάποιος σκότωσε μια κοπέλα, τότε τα ζευγαράκια έρχονταν κατά δω, ήταν έρημα, ήσυχα, δεν υπήρχε ούτε αυτός ο δρόμος που βλέπεις ούτε τίποτα, ερημιά, κάτι συνέβηκε μ εκείνο το ζευγάρι, έπειτα από καιρό έπιασαν έναν στρατιώτη, είπαν ότι εκείνος τη σκότωσε, άλλη όμως ήταν η αλήθεια...’’

Κάπου τα είχα ξανακούσει αυτά, κάπου την είχα διαβάσει την ιστορία που διηγούνταν εκείνος ο τυφλός σ ένα περιβόλι στην άκρη της πόλης, είχαμε πάει να μαζέψουμε σταφύλια από το κτήμα του, δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου όσο περνούσαν τα χρόνια, είχε αρχίσει να τυφλώνεται εντελώς, μόνο το φως του ήλιου όταν τον χτυπούσε στα μάτια ένιωθε. Χρειαζόταν κάποιον να του δείχνει το μονοπάτι που έβγαζε στο χωράφι του, τα σταφύλια είχαν ωριμάσει, είχαν γίνει γλυκά παίρνοντας ένα χρώμα βαθύ κόκκινο, μπροστά στην είσοδο του κτήματος υπήρχε μια τεράστια σανσιβιέρια με πλοκάμια πελώρια που απλώνονταν σα χταπόδι, ροδιές με καρπούς που κρέμονταν είχε φυτέψει ο τυφλός στις γωνιές τότε που μπορούσε να δει, το μέρος πρέπει να ήταν πολύ όμορφο κάποτε…

Πολύ μου άρεσε εκείνο το μέρος, ένα κοφίνι σταφύλια μαζέψαμε με τον τυφλό , τα κουβάλησα σπίτι του, φεύγοντας σκεφτόμουν εκείνη την ιστορία με τον στρατιώτη που σκότωσε το κορίτσι, μου είχε κάνει εντύπωση, κάπου την είχα ξανακούσει, κάτι είχα διαβάσει, κάτι μου θύμιζε, έπρεπε να ψάξω. Το βράδυ σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου το βρήκα, είχα ένα βιβλίο γι αυτήν την υπόθεση, το είχα αγοράσει απ’ τα παλιατζίδικα όταν ήμουν φοιτητής, ήταν το μόνο που είχα κρατήσει από τότε, όλα τ’ άλλα τα πέταξα, δεν κράτησα κανένα, για κάποιο λόγο αυτό είχε ξεμείνει.

Ένας δημοσιογράφος παλιός το είχε γράψει, έλεγε για τον στρατιώτη ότι είχε σχέσεις με το κορίτσι που βρήκαν στο δάσος όμως δεν ήταν αυτός ο φονιάς, του τα φόρτωσαν όλα, το έγκλημα το είχε κάνει κάποιος άλλος, ο γιος ενός πλούσιου βιομήχανου που ήταν παντρεμένος και είχε σχέση με την κοπέλα, είχε κάνει κι ένα παιδί μαζί της, τον εκβίαζε ότι θα τα καρφώσει όλα στη γυναίκα του, ο βιομήχανος με το γιο του είχαν κλέψει το εξώγαμο και το έκρυβαν κάπου, υπήρχε μια φήμη ότι κρατούσαν για μέρες το παιδί σ ένα υπόγειο, ακούγονταν πολλά για απαγωγές παιδιών τότε, λέγανε ότι μια ομάδα που είχε και μια γρια πολύ πονηρή ανάμεσα τους τα άρπαζε και τα εξαφάνιζε, αφού είχαν πάρει το μωρό μετά με κάποιο τρόπο η κοπέλα βρέθηκε νεκρή στο δάσος κάτω απ’ την καρυδιά όπου ο στρατιώτης τη συναντούσε, εκεί τη βρήκαν οι αστυνομικοί...

Η ιστορία ήταν πολύ γνωστή, ολόκληρη η πόλη είχε αναστατωθεί έναν καιρό με όσα είχαν συμβεί, ήταν και το γεγονός ότι είχα δει και το μέρος όπου βρήκαν το σώμα κι ήταν σα να ζωντανεύανε όλα, στο βιβλίο περιγράφονταν κι άλλα ανατριχιαστικά, λεπτομέρειες που δε μπορούσες να πιστέψεις.

Είχα καιρό να διαβάσω μια τόσο καλή ιστορία, με είχε επηρεάσει βαθιά, έπαιρνα το βιβλίο παντού, στον καφέ, στο λεωφορείο, στο πάρκο που πήγαινα καμιά φορά, γύρω το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, τις νύχτες έβρεχε δυνατά, η γη χόρτασε νερό, πόσο καιρό είχε να βρέξει, στέγνωσε ο τόπος, οι θάμνοι στα πάρκα μαράθηκαν, τα φύλα πάνω στα δέντρα ξερά, στην τηλεόραση έδειχνε πλημμύρες, καταστροφές, υδατοστρόβιλους να βγαίνουν απ’ την θάλασσα σαν στήλες μαύρες που κατέβαιναν απ’ τον ουρανό. Η πόλη είχε γεμίσει αυτοκίνητα ξανά, τα φύλλα στα δέντρα έγινα γυαλιστερά σα να ξανάνιωσαν, στις γειτονιές γάμοι γινόντουσαν, μπαλκόνια στολισμένα με τούλια άσπρα, τα βράδια στις πλατείες κόκκινα και γαλάζια σιντριβάνια έβλεπες, ιβίσκοι λευκοί άνθιζαν στα πεζοδρόμια. Πότε τελείωσε το καλοκαίρι, σαν χτες ήταν που την είδα μες το πλήθος να κατεβαίνει απ’ το αστικό, έψαχνε τα μάτια μου να δει πως είμαι, θε μου πως ήμουν εκείνη τη μέρα, τι ζέστη έκανε, πόσο την ήθελα! Σαν χτες ήταν που είχαμε πάει , σ ένα χωριό ορεινό, δροσερό, με νερά και τον άνεμο να φυσά στο πρόσωπο, σαν χτες ήταν που την έβλεπα να γυρίζει απ’ τη θάλασσα μ ένα τουρκουάζ μπλουζάκι, τα σγουρά μαλλιά να κυματίζουν καθώς είχαν στεγνώσει απ’ τον αέρα, το πρόσωπο κόκκινο απ’ τον ήλιο, μια μυρουδιά αρμύρας στο σώμα...

Στη δουλειά επικρατούσε πανικός, έπρεπε να κάνουμε ανακαίνιση στο μαγαζί οπωσδήποτε, τόσον καιρό το καθυστερούσαμε, δεν πήγαινε άλλο, είχαμε βγάλει έξω ένα βουνό σαβούρες και σκουπίδια απ’ το υπόγειο, οι γείτονες διαμαρτύρονταν, μας έλεγαν να φωνάξουμε τον δήμο, τελικά τα μοιράσαμε σ’ όλους τους κάδους που υπήρχαν στο τετράγωνο, εγώ όποτε μπορούσα έριχνα μια ματιά στο βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου, κάποια στιγμή το είχα αφήσει πάνω σ ένα τραπέζι , o πατέρας του αφεντικού, ένας δύστροπος γέρος με μεγάλα φρύδια που τον φοβόμασταν όλοι όποτε έρχονταν, πέρασε από κει, το πρόσεξε ‘’Ποιανού είναι αυτό;’’ ρώτησε, το ξεφύλισσε λίγο, δεν είπε τίποτα…

Φοβόμουν ότι θα τά κουγα όμως επικρατούσε χάος, κανείς δεν έμοιαζε να ασχολείται μαζί μου, φοβόμασταν ότι εκείνοι που είχαν έρθει να μας επιθεωρήσουν θα έκλειναν το μαγαζί και μετά τι θα γίνονταν, το αφεντικό ήταν πεθαμένο, αγχωμένο, τσακισμένο, πολλές φορές κοιμόταν στην καρέκλα, καθόταν εκεί πέρα και τον έπαιρνε ο ύπνος, πως το έκανε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, όποτε ξυπνούσε ερχόταν πανικόβλητος με τα μάτια πρησμένα, έριχνε λίγο νερό στο πρόσωπο να συνέλθει και μετά έπαιρνε μπρος , σε κάποια στιγμή ένιωσε ότι πεινούσε, εμείς είχαμε παραγγείλει μια μακαρονάδα με φέτα, με το που την είδε έπεσε με τα μούτρα, την καταβρόχθισε όλη, δε μας άφησε τίποτα, είχε λυσσάξει, πάνε τα μακαρονάκια μας, μετά ζήτησε ένα τσιγάρο κι έναν καφέ να στανιάρει, εγώ έτρεχα να του τα βρω, ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές.

Όταν ανακαλύφθηκαν στο υπόγειο ένα σωρό μπουκάλια μπύρας άδεια έπρεπε να γυρίσω όλα τα σούπερ μάρκετ της γειτονιά για να τα επιστρέψω, γυρνώντας πίσω άκουσα φωνές, στο υπόγειο του μαγαζιού ο πατέρας του αφεντικού, εκείνος ο γέρος με τα σμιχτά φρύδια που φοβόμασταν, πάλευε μες τις παλιατζούρες να ξεχωρίσει αν άξιζε τίποτα για να μας το στείλει απάνω, εμάς κάτι μας είχε πιάσει και γελούσαμε συνέχεια, στεκόμασταν στην κορυφή του ανοικτού ασανσέρ και βλέπαμε από κάτω το γέρο που καθάριζε στα σκοτεινά, έβριζε όλη την ώρα και καταριόταν, προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τις παλιές πόρτες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά του υπογείου, λέγανε ότι έβγαζαν σ’ άλλα μαγαζιά, γειτονικά, έλεγαν μάλιστα ότι κάποια πόρτα θα μπορούσε να βγάζει στο υπόγειο μιας τράπεζας που ήταν λίγο πιο κάτω στη γωνία, άμα ήθελε κάποιος να κλέψει θα μπορούσε να κινηθεί από κει κάτω σκάβοντας όπως στις ταινίες…

Όπως στεκόμασταν από ψηλά και γελούσαμε κοιτάζοντας κάτω με φώναξε, ‘’Έλα εδώ λίγο εσύ, σε θέλω!’’ δεν είχα πάει ποτέ στο υπόγειο, κατέβηκα αργά αργά, το ασανσέρ έτριζε, ήταν σκοτεινά, μια λάμπα μόνο που κρέμονταν από μια κολώνα έριχνε λίγο φως, ‘’Έλα κάτι να σου δείξω!’’ μου είπε. Προχώρησε στο βάθος ανάμεσα σε έπιπλα που μύριζαν μούχλα, τον ακολούθησα, έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη, το δοκίμασε σε μια πόρτα μεταλλική, ‘’ Ξέρεις που οδηγεί από δω κάτω; Μπορείς να βγεις μέχρι τη θάλασσα, όταν νοίκιασα το μαγαζί ο παλιός ιδιοκτήτης μου έδειξε αυτό το πέρασμα, αυτό που βλέπεις φτάνει μέχρι το εργοστάσιο εκείνου του πλούσιου βιομήχανου, αυτουνού που λέγανε ότι ο γιος είχε κλέψει το παιδί στο βιβλίο που διαβάζεις, πολλές νύχτες άκουγαν ένα κλάμα κι αναρωτιούνταν από που προέρχονταν, ο παλιός ιδιοκτήτης είχε δοκιμάσει μια φορά να δει τι υπήρχε, πέρασε όλο το τούνελ και βγήκε σε μια αποθήκη αχανή, κι εκεί, το λέω κι ανατριχιάζω τώρα…’’ έκανε ο γέρος ΄΄….εκεί είδε το παιδί καθισμένο στα σκοτεινά, καθόταν εκεί τρομαγμένο με τα ματάκια του να χάσκουν σα χάντρες, τρελάθηκε, έβαλε τις φωνές φώναξε τη γυναίκα του, πήγαν αμέσως στην ασφάλεια, όμως όταν ήρθαν οι αστυνόμοι δεν βρήκαν τίποτα...

Καλά τώρα ήταν που εκείνη η καταραμένη υπόθεση έμπαινε μέσα μου εντελώς, πήγα στο σπίτι και διάβασα όλες τις λεπτομέρειες, είχε αρχίσει να μου τη δίνει εκείνη η ιστορία, τη νύχτα δε κοιμήθηκα καλά, στα όνειρα μου έβλεπα μωρά, υπόγεια, δέντρα, δάση, πεθαμένους, δε μπορούσα να καταλάβω πως είναι δυνατόν να θέλεις να κάνεις κακό σ’ ένα παιδί μικρό που δεν έχει ιδέα τι γίνεται γύρω του, κι έπειτα πως μπορείς να προστατέψεις αυτά τα πλασματάκια από τον κάθε μοχθηρό τύπο που παραμονεύει για να βρει ευκαιρία να σου τ’ αρπάξει μέσα απ’ τα χέρια, κι εκείνη η γριά η διαβολική τι τέρας ήτανε ρε φίλε, άμα έχεις παιδί μ’ όλους αυτούς τριγύρω δεν πρέπει να κοιμάσαι ποτέ !

Την Κυριακή είχα ιδιαίτερα μ’ ένα κοριτσάκι , θε μου τόσο μικρό που ήτανε, όλο μου έδειχνε το δωμάτιο του που ήταν βαμμένο ροζ, η μάνα του μου είπε ότι πρόσφατα το είχαν φτιάξει για το μικρό της το χαϊδεμένο, μέχρι τότε κοιμόταν με τα αδερφάκια του, μπορούσε να ζωγραφίσει ένα σωρό πράγματα, ένα λουλούδι, ένα δέντρο, ένα σπίτι, ένα λιοντάρι - αυτό το έκανε λίγο σαν πρόβατο. Είχα ξεχάσει πως κάνουν μάθημα σε τόσο μικρά, έπρεπε να της πω την άλφα βήτα αλλά δεν θυμόμουν τη σειρά των γραμμάτων, ποτέ δεν την έμαθα, ευτυχώς το μικρό δεν το κατάλαβε, ‘’’Κοιτάξτε την κασετίνα μου! ‘’ είπε ‘’Έχει τρία δωμάτια!’’ ανοιγόκλεισε τα φερμουάρ ‘’Το πρώτο το σαλόνι, το δεύτερο η κουζίνα, το τρίτο η κρεβατοκάμαρα!’’

Όπως τό βλεπα τόσο μικρό σκεφτόμουν εκείνο το παιδί που το είχαν κλεισμένο στο υπόγειο , το κοριτσάκι συνέχιζε απτόητο σα να ήθελε κάποιον να μιλήσει και να του πει ένα σωρό πράγματα που είχε στο μυαλουδάκι του, ‘’Θέλετε να σας διαβάσω μια ιστορία λέγεται ‘’Ο κύριος της γαλαζόπετρας’’ λέει για κάποιον που είχε ένα φυλαχτό από γαλάζιο πετράδι και μ αυτό έβρισκε όλους τος θησαυρούς που ήταν κρυμμένοι κάτω απ το χώμα, ήταν πολύ θαυματουργή η πέτρα, όλοι την φοβόντουσαν, ακόμα κι οι γριές μάγισσες που ήθελαν να του κάνουν κακό, μια απ αυτές την πιο κακιά, την είχε θάψει μέσα σ ένα βράχο που τον άνοιξέ με κείνη τη μαγική γαλαζόπετρα, την έκλεισε μέσα για πάντα, άμα περάσεις από κείνο το μέρος ο βράχος βουίζει, μπορείς να τον ακούσεις ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...