Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

MUSTANG



Εσύ που θα φύγεις έξω μακριά πολύ  να ξέρεις ότι χάνεις.

Εμείς εδώ θάχουμε όλα τα καλά, τη θέα από ψηλά, απ τον περιφερειακό, τις ηλιόλουστες μέρες, τις προσχώσεις του Αξιού θα μπορούμε να βλέπουμε από κει πάνω, τα χαλάσματα και τα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα τους, τον ήλιο να δύει ανάμεσα σε λωρίδες από σύννεφα θυμίζοντας τον Κρόνο που πλέει αμέριμνος  μες τα δαχτυλίδια του.

Στη Μητροπόλεως θα βλέπουμε μια γυναίκα χαμένη να ψάχνει τον προσανατολισμό προσπαθώντας να γυρίσει  πίσω στο σπίτι της, στη Φράγκων ένας σαλεμένος με γενειάδα και μακρύ πράσινο αδιάβροχο θα στέκεται μπροστά στον αδειανό πάγκο που κάποτε ήταν γεμάτος με φυτά και λουλούδια, με τα παιδιά θα συζητάμε εμείς, κάποιος θα λέει ότι δε πρόκειται να παντρευτεί καμιά γυναίκα αν δεν είναι παρθένα, κορίτσια θα περνούν μπροστά μας μ' αρμαθιές από βραχιόλια ασημένια και μπρούτζινα στους καρπούς τους, όταν τεντώνονται θα βλέπουμε τη γυμνή τους μέση κάτω απ το μαύρο πουκάμισο, σαν ανοίγουν τη τσάντα τους διάφορα σύνεργα παράξενα θα φαίνονται, μολύβια, κραγιόν, βουρτσάκια, μαντηλάκια, χαρτάκια, σημειώματα, κι άλλα πολλά...

Τα συντριβάνια θα εξαπολύουν νερό αφρισμένο σε στήλες ακανόνιστες εκεί στη παραλία, κοπάδια πουλιών θα πετούν πάνω απ τη πόλη, κοκκινολαίμηδες με τραχηλιές χρωματιστές θα πεταρίζουν στους ακάλυπτους, περιστέρια θα λουφάζουν ανάμεσα σε κατιφέδες, μικρά παιδιά θα κοιμούνται σκαρφαλωμένα στους ώμους των μαμάδων τους.

Δε ξέρω τι θα βρεις εκεί πέρα που θα πας αλλά εμείς εδώ πέρα θα πρέπει να συνεχίσουμε χωρίς εσένα, καταλαβαίνεις τώρα, πρέπει ν' αντέξουμε μέχρι να γυρίσεις, να βοηθήσουμε αυτούς που θ απομείνουν, η Νίκη θα κλάψει βέβαια στο αεροδρόμιο, μη τη παρεξηγείς αν είπε κάτι, είναι καλό μωρό, τη ξέρω .

Κι η Αλίκη θα κλάψει επίσης, και το άλλο το μωρό στη Κομοτηνή θα στενοχωρηθεί κι ο Θεοχάρης, και τ άλλα παιδιά στην Αθήνα κάτω,  κι η μάνα σου βέβαια, πρέπει κάτι να κάνουμε  γι αυτήν, γι αυτήν ειδικά που τάχει δη όλα τα τελευταία χρόνια, να της σταθούμε, ν αντέξει σ εκείνο το καταραμένο μέρος, στη Νεοχωρούδα, όπου φεύγει κάθε νύχτα  να σφάξει κοτόπουλα  κι έχει και τον  άλλον να της στέλνει μηνύματα απειλητικά και φοβάται πολύ συνέχεια και δε μπορέι να ησυχάσει μια στάλα .

Πρέπει να συνεχίσουμε χωρίς εσένα, Η Τσιμισκή θα μπλοκάρεται από διαδηλώσεις, στο Ναυαρίνο οι ναρκομανείς θα λιώνουν τα μεσημέρια, άστεγοι που δε κοιμήθηκαν όλη νύχτα θα μας καρφώνουν με το βλέμμα τους  , δίπλα από κτίρια που γκρεμίστηκαν στους σεισμούς του εβδομήντα οχτώ θα περνούμε συντριβάνια κοιτάζοντας, εκεί όπου κάποιοι έπλυναν το πρόσωπο τους κάποτε απ τη σκόνη που απλώθηκε παντού καθώς τα κτίρια κατέρρεαν.

Αλυσίδες χοντρές στις πόρτες των παιδικών σταθμών, στις υπηρεσίες δημόσιες υπάλληλοι καμένες και τελειωμένες θα σέρνονται στα γραφεία τους , θα μας διαβολοστέλνουν όλη την ώρα, μπροστά μας στα δυο μέτρα θα βλέπουμε γυναίκες που μας πούλησαν ξανά και ξανά και θα προσπαθούμε ν αλλάξουμε δρόμο , στους γάμους ψεύτικα χαμόγελα, φορέματα και κουστούμια αστραφτερά, γραβάτες, κοσμήματα, φωτογραφίες...

Στα σουβλατζίδικα ένα κορίτσι μ’ ένα  χαλκά  ασημένιο λεπτό στη μύτη θα λέει για ένα γέρο που ψήνεται μες τις κάπνες : ''Ο μπαμπάς μου είναι !', ζευγάρια θα τρώνε πατάτες με ψάρια εκεί κάτω στο λιμάνι, αεροπλάνα υπερηχητικά θα κομματιάζουν την ησυχία τη μέρα τ’  Άι Δημήτρη, στα στενά σημαίες γαλάζιες θα κρέμονται απ τα μπαλκόνια, αγόρια θεοειδή, ωραία σα θεοί, κορίτσια με ομορφιά ονειρική , στις εκκλησιές αγριόχορτα θα φυτρώνουν ανάμεσα στα πλακάκια κάτω από κυπαρίσσια που λυγίζουν στον άνεμο.

Παπάδες θα λένε ιστορίες για χωριά κοντά στη Πόλη που τα διασχίζουν ποτάμια, περνώντας κάτω από γεφύρια καμαρωτά, σπίτια σφαλισμένα, Τούρκοι απολογούνται που τ' άφησαν να ρημάξουν , παιδιά απ το χωριό θα συναντάμε στ’  αστικά, έφεραν το παιδί τους να το δει ο γιατρός, ο ίδιος γιατρός που εξέταζε πάνω από τριάντα χρόνια τον πατέρα τους, χαιρετίσματα θα στέλνουμε μ αυτά στη μάνα μας.
Φιλιά πολλά μανάρι μου και μη μας ξεχάσεις, εμείς εδώ πρέπει να πορευτούμε κάπως, ο μπαμπάς του Βλαδίμηρου θα συνεχίσει να ξυπνά στις τεσσεράμισι το πρωί κάθε μέρα, ο πατέρας του Σίμου δε θα θέλει να δει τη 

Χαλκιδική και τη θάλασσα της ούτε ζωγραφιστή, γιατί εκεί έφαγε τα νιάτα του φτιάχνοντας τα υδραυλικά στα κτίρια που σηκώθηκαν τη δεκαετία του εβδομήντα, η μαμά του θα παίρνει το βιβλίο μου όπου θάβω το γιο της κι εγώ θα θέλω ν ανοίξει η γη να με καταπιεί, τα γνωστά!

Εκδρομές στη Βάλια Κάλντα και στα Ζαγοροχώρια θα πάει η κυρία Δήμητρα, βαβούρα πολύ κατά το Μέτσοβο, τίποτα το ιδιαίτερο στο Ζιάκα κατά τα Γρεβενά, το μεσημέρι θα σταματά στις ''Φλαμουριές'', τη ταβέρνα έξω απ τη Βέροια κάτω απ τον ίσκιο των δέντρων που χάνουν τα φύλλα τους τέτοιον καιρό.

Εκδρομείς άλλοι θα καταλύουν κοντά στις Μυκήνες για να επισκεφτούν τους θησαυρούς του Ατρέα, το βράδυ θα κοιμούνται στο ξενοδοχείο '' Η ωραία Ελένη !'' ακούγοντας έναν μαύρο κόκκορα να λαλεί κρεμασμένος στο λαιμό της Κασσάντρας!

Ο Ανδρόνικος θα βρίσκει τον τάφο του Φίλιππου και θ ακούει σάλπιγγες να ηχούν τρομαχτικά στ' αυτιά του, λάρνακες χρυσές, ολοκάθαρες, ανέπαφες ύστερα από χιλιάδες χρόνια θ’  αντικρίζει.

Πανούκλα μπορεί να ενσκήψει ξανά κατά την Άρτα, ο Μακρυγιάννης θα πάρει των οματιών του κατά το Μοριά, θα συναντήσει τον Παπαφλέσσα με νταούλια και βιολιά και γυναίκες ελαφριές, ο Κολοκοτρώνης που ήταν χασάπης στη Ζάκυνθο καρτέρια θα στήνει, τα γνωστά.

Ο Οδυσσέας θ' ανακρίνεται από την Πηνελόπη και θ απαντά ''Εγώ είμαι Κρητικός πανάρχαιο γένος!'', Ο Αχιλλέας θα κρύβεται στη Σκύρο για να μη τον πάρουν σηκωτό στη Τροία όπου θ’ αφήσει τα κοκαλάκια του , ο Ηρακλής θα τα παίρνει με τη Πυθία που αρνείται σα μουλάρι  να του δώσει χρησμό, όλα να τα διαλύσει και να τα κάνει μαντάρα θ' απειλεί, η Άρτεμις θα φέρνει όπως πάντα τον ακαριαίο θάνατο δίχως καθόλου πόνο, ο ακόρεστος Άρης, αυτός ο κατακτητής των πόλεων πολέμους θα ονειρεύεται και μάχες, ο Πήγασος θα κουβαλά τους κεραυνούς του Δία, φτερά θα πέφτουν απ τις ράχες του και θα αιωρούνται πάνω από κολώνες και κίονες.

Πρέπει να συνεχίσουμε δίχως εσένα, συγνώμη ρε, σ αγαπάμε, θα μας λείψεις, απάνω που πήγαμε να σε νιώσουμε σαν κομμάτι από τη σάρκα μας φεύγεις, πρέπει όμως να συνεχίσουμε, θα μας επιτρέψεις.

Στο αεροδρόμιο μπορεί να συναντήσεις το Θανάση απ τις Σέρρες, αυτόν το χοντρό με το γοητευτικό χαμόγελο, θα κουβαλά αποσκευές, θα κουβαλήσει και τις δικές σου, είναι γερός αυτός, όλοι θα κλαίνε κατά κει, μπορεί και γω να κλάψω, που ξέρεις, δε μούχει τύχει ξανά άλλωστε κάτι τέτοιο, δε ξέρω απ αυτά μωρό μου, σόρι !

Μη μας ξεχάσεις ρε, ένας χρόνος είναι αυτός, θα το αντέξουμε, θα περάσουμε ένα φθινόπωρο αναβροχιάς, στην Άρτα και στα Γιάννενα θα παρακαλούν ν ανοίξουν τα ουράνια και να ποτιστούν τα χωράφια τους, τα καλοκαίρια στ’  αλώνια θα πλανιέται η γλυκιά μυρουδιά του ξεραμένου χόρτου, ένα αγόρι θα κοιτά το καράβι που του έφεραν τις γιορτές κι όλα τέλεια τα είχε απάνω του, τις καμπίνες, τα φινιστρίνια, όλα, μη μας ξεχάσεις!

Θα περιμένουμε τηλέφωνο εκεί στα ξημερώματα, μπορεί να βάλουμε και ιντερνέτ στο σπίτι για πάρτη σου είπαμε για σένα όλα θα τα δώσουμε,  όταν θα είναι αργά το βράδυ στο Σαν Φραντσίσκο και τα τρενάκια σιδερένια, χρωματιστά,  θα σταματούν στις ανηφόρες της πολιτείας με το γιοφύρι που κρέμεται πάνω απ την άβυσσο αυτό  που κάποτε λικνίζονταν στους αέρηδες  σα τραπουλόχαρτο, στη πολιτεία  όπου ο Στηβ Μακουήν κυνηγούσε μανιασμένα  με το Mustang   του σανιδώνοντας  το καταραμένο γκάζι  κάτι σκοτεινούς τύπους, κι ύστερα τους καταδίωκε με λύσσα,  πηδώντας συρματοπλέγματα και φράχτες, κοντά σ’ ένα αεροδρόμιο όπου αερόπλανα κατέβαιναν με τα φώτα αναμμένα μες τη νύχτα,   σ’  εκείνη την παλιά ταινία του εξήντα. 

Ίσως πεταχτώ να σε χαιρετήσω, θα πάρω κάνα αστικό παραλιακό, κατά το Μέγαρο μουσικής θα φυσά όπως πάντα, άνθρωποι με φόρμες θα παίζουν τένις, κι άλλοι θα καβαλάνε ποδήλατα, ψαράδες νωθροί θα πετούν καλάμια στα κύματα, ραδιόφωνα θα παίζουν απ τ' αυτοκίνητά τους, τα νερά θα είναι πάντα τόσο ήσυχα που θα σούρχεται να κάνεις μια βόλτα απάνω τους, αφροί θα σκεπάζουν τις υπόγειες γαλαρίες, φορτηγά θα φαίνονται στον περιφερειακό, αεροπλάνα θα πετούν από πάνω, που να πηγαίνουν άραγε, μη μας ξεχάσεις!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...