Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

ΗΡΙΔΑΝΟΣ

Μέσα στον ύπνο του είδε μια σκιά να περνά από πάνω του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχε την αίσθηση ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο του και πήρε κάτι. Όταν ξύπνησε είδε ότι έλειπε το παιδί  κι αμέσως ταράχτηκε, η γυναίκα του το είχε πάρει,  τελευταία δε φέρονταν φυσιολογικά, είχε ξεφύγει, τον απειλούσε ότι θα χώριζαν, ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της κι ότι κάποια στιγμή θα έφευγε  αλλά αυτό δεν το περίμενε, δεν ήταν προετοιμασμένος, τον είχε αιφνιδιάσει.

Μια αδυναμία απλώθηκε στο σώμα του σα να λιποθυμούσε, όλα μπορούσε να τ’  αντέξει αλλά αυτό ήταν το πιο  δύσκολο,  το προηγούμενο βράδυ έπαιζε ώρα πολύ με τον μικρό που γελούσε ασταμάτητα σα να ήξερε ότι θα αποχαιρετούσε τον πατέρα του,  δεν ξεκολλούσε από πάνω του σαν να είχε πάθει κάτι ενώ  η γυναίκα του είχε ένα ύφος παράξενο όμως εκείνη τη στιγμή δεν το είχε καταλάβει. Το αγαπούσε πολύ το μικρό, ήταν η αδυναμία του, του θύμιζε τον εαυτό του τότε που ήταν παιδί και δεν είχε καμιά σκοτούρα στο μυαλό , το καλοκαίρι έπαιζαν όλη μέρα μαζί,  πήγαιναν για ψάρεμα με τη βάρκα τους, τον Ηριδανό, και τώρα  θα έχανε όλες εκείνες τις στιγμές που ανταμείβουν κάθε πατέρα για τα άγχη του. Κάθισε  στο γραφείο  του και κοιτούσε τις ζωγραφιές που είχε φτιάξει το παιδί,  ο μικρός ζωγράφιζε πολύ ωραία, έφτιαχνε κάτι φάτσες και κάτι τοπία με πολλά χρώματα, εκείνες τις ζωγραφιές τις είχε στο αμάξι  και στο γραφείο του, η αγαπημένη του ήταν  μια που έγραφε «εγώ και ο μπαμπάς»,  όποτε την κοιτούσε τον έπιαναν τα κλάματα, δεν μπορούσε να κρατηθεί.

Εκείνη την εποχή δεν πήγαινε καλά  και το μαγαζί που είχε ανοίξει, δεν μπορούσε με τίποτε να πιάσει πελατεία, ο κόσμος έμπαινε μέσα,  κοιτούσε, έκανε καμιά ερώτηση  και μετά  απλά έφευγε, εξαφανίζονταν κι αυτός έμενε μόνος να κοιτά το άδειο ταμείο. Ήταν μια δύσκολη περίοδος και στο καπάκι η γυναίκα του έπαιρνε και το παιδί,  όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για να τα αντέξει. Της τηλεφώνησε αλλά σιγά μη του απαντούσε, είχε κρυφτεί στο σπίτι της μητέρας της,  την ήξερε καλά, θα έπαιζε το παιχνίδι μέχρι τέλους διασκεδάζοντας  με την ταραχή του, μια   φορά που μίλησαν   την έβρισε άσχημα  κι αμέσως κατάλαβε  ότι δεν ήταν σωστό να φέρεται έτσι . Ρώτησε γνωστούς και φίλους κι έμαθε ότι ο μικρός ήταν καλά, το πρόβλημα ήταν  ότι δεν μπορούσε  να τον βλέπει πια, έπρεπε να πάει σε δικηγόρους και δικαστήρια,  θα έπαιρνε καιρό και την  ίδια ώρα είχε ένα σωρό υποχρεώσεις, το δάνειο έτρεχε, οι λογαριασμοί μαζεύονταν, οι καταθέσεις λιγόστευαν,  έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα κάρο προβλήματα, δεν είχε βρεθεί ξανά σε τόσο δύσκολη θέση.

«Έ πατέρα !»  μονολόγησε ένα  πρωί,  «Τι θα έκανες εσύ στη θέση μου για πες ;» Σε τέτοιες στιγμές πάντα σκεφτόταν τον πατέρα του που  είχε  έρθει χρεωκοπημένος στην πρωτεύουσα τότε που έκλεισαν το καπνομάγαζο. Ο πατέρας του ήταν τρένο κανονικό, από κείνους  τους  παλιούς, σκληρούς τύπους  που δε σταματούσαν  μπροστά σε τίποτα,  όταν είχε έρθει στη μεγάλη πόλη κοιμόταν για ένα χρόνο  σ’ ένα σπίτι μισογκρεμισμένο που έσταζε νερά όποτε έβρεχε, έκανε δυο δουλειές, γυρνούσε αργά το βράδυ και το πρωί πήγαινε πάλι στην οικοδομή, πότε κοιμόταν εκείνος ο άνθρωπος ;  Δούλεψε σαν  σκύλος για μια δεκαετία χωρίς  σταματημό  και είχε φτιάξει περιουσία μετά τα εξήντα αν έχεις το θεό σου, κι ύστερα τους έφερε όλους στη μεγαλούπολη κι άλλαξε η ζωή τους. Πάντα είχε την απορία πως θα ένιωθε κι αυτός όταν θα πλησίαζε τα εξήντα  και να που ερχόταν η ώρα  κι έπρεπε να  αντιμετωπίσει κι αυτός  δύσκολα προβλήματα αλλά διάβολε τώρα ήταν όλα τόσο διαφορετικά, τι στο δαίμονα έπρεπε να κάνει ;

 Όποτε πήγαινε να ηρεμήσει λίγο χτυπούσε  το τηλέφωνο, ήταν ο μικρός με τη  μαμά του που τον έβαζε να του μιλά επίτηδες για  λίγο,  το μαρτύριο της σταγόνας. Μετά  από μερικές κουβέντες  τους έκοβε, «πάμε τώρα, έχουμε δουλειά!»  έλεγε κι έκλεινε το τηλέφωνο, έτσι όμως εκείνος  έχανε όλη τη συγκέντρωση του, αποσυντονίζονταν, δεν μπορούσε να κοιτάξει  τη δουλειά του, ξεχνούσε να φάει, δεν ξυρίζονταν, είχε αδυνατίσει, οι φίλοι δεν τον αναγνώριζαν, «πως έγινες έτσι;» του έλεγαν, δεν ήξερε τι να κάνει.  «Ίσως πρέπει να μιλήσω  με τον πατέρα»  σκέφτηκε ένα βράδυ, κάποια συμβουλή θα είχε   να του δώσει ο γέρος.

 Ήταν φθινόπωρο, η εποχή που αγαπούσε,  οι θερμοκρασίες έπεφταν και τα σταφύλια έχαναν  τη γεύση τους καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Οι γωνιές των δρόμων γέμιζαν από σωρούς φύλλων και τα κοράκια πετούσαν ψηλά πάνω από τη συννεφιασμένη πόλη για να κουρνιάσουν στις κεραίες των πολυκατοικιών. Ο  πατέρας του   είχε γυρίσει στο πατρικό του σε κάποια μικρή πόλη και για να τον δει έπρεπε  να κάνει μια διαδρομή που κρατούσε πάνω από δυο ώρες . Όπως περνούσε τα διόδια χάζευε τα μπράτσα των γυναικών που ήταν ακόμα μαυρισμένα από το καλοκαίρι. Στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε πια ο πατέρας του γινόταν μια παρέλαση,  παντού έβλεπες σημαίες άντρες με κουστούμια,  γυναίκες με φορέματα   και νεαρούς  με στολή και βλέμμα χαμένο που προσπαθούσαν  να φλερτάρουν κορίτσια που γελούσαν όλη την ώρα.

Ο πατέρας του είχε γεράσει πια όμως ήταν ακόμα πολύ ζωντανός, το  περπάτημα του ήταν   σβέλτο όπως παλιά  και το μυαλό του δούλευε σα μηχανή. Όταν τον είδε το βλέμμα του σκοτείνιασε, «τι έπαθες;»   τον ρώτησε,  «πως έγινες έτσι, τι συμβαίνει;» - «Ησύχασε μπαμπά» έγνεψε αυτός και του εξήγησε για το μαγαζί, για το παιδί δεν είπε τίποτα. Ο γέρος έδειξε σα να κλονίστηκε, αν και είχε κόψει το τσιγάρο ζήτησε να καπνίσει, κάθισαν στο μπαλκόνι που έβλεπε κατά τη θάλασσα.  «Κοίτα» του είπε μισοκλείνοντας τα μάτια, αυτά συμβαίνουν  στο εμπόριο,  δεν επιτρέπεται να απογοητεύεσαι. Δυο φορές έκλεισε το καπνομάγαζο ο πατέρας μου, τη μια επειδή ο συνέταιρος του έπαιξε όλα τα λεφτά τους στα χαρτιά,  και την άλλη επειδή  οι γερμανοί έκαψαν το μαγαζί κι όμως στάθηκε στα πόδια του, ποτέ δεν έχασε  την ελπίδα του, πίστευε πολύ στο θεό ο παππούς σου , έβρισκε δύναμη, ερχόταν κάθε φορά χαρούμενος από την εκκλησία, δεν ξέρω πως το έκανε, εκεί που όλα έμοιαζαν χαμένα εκείνος το γύριζε. Κι ο πατέρας του, ο προπάππος σου, κι εκείνος το ίδιο. Ήρθε από την Κωνσταντινούπολη μ’  ένα πουγκί γεμάτο  λίρες που  τις έχασε όλες ένα βράδυ όταν κάηκε το σπίτι του από το φούρνο που είχανε. Η γυναίκα του πήγε να ψήσει ψωμί και ξέχασε να κλείσει το καπάκι του φούρνου, όταν το κατάλαβαν όλο το σπίτι είχε μπουμπουνίσει,  δεν πρόλαβαν να σώσουν τίποτα. Όταν έσβησε η φωτιά  έτρεξε μ’ έναν  κασμά κι  έσκαψε  την κάμαρα όπου είχε κρυμμένο το πουγκί,  έψαξε παντού στα χαλάσματα, έσκαψε  μέχρι και τα πατώματα, χάλασε τον τόπο όμως οι λίρες χάθηκαν, εξαφανίστηκαν, εξαϋλώθηκαν. Τα μαλλιά του άσπρισαν από τη στενοχώρια, δε μας μιλούσε, το θυμάμαι σα να τον έχω μπροστά μου,   αλλά  τι έπρεπε να κάνει, ξεκίνησε από την αρχή πάλι, δούλεψε υπάλληλος, γύριζε στα χωριά κι έκανε τον μεσίτη για τα καπνά, του πήρε χρόνια να μαζέψει πάλι όσα είχε χάσει, έτσι είναι αυτά,  πρέπει να κάνεις υπομονή, να περιμένεις, τα μαγαζιά θέλουν καιρό για να στηθούν. 

Θα πρέπει να μιλούσαν εκεί πέρα  κάμποση ώρα κι ο πατέρας του είπε σε κάποια στιγμή σβήνοντας το μισό τσιγάρο που είχε καπνίσει, « Θα πάω να ξαπλώσω λίγο» . Απόμεινε μοναχός να κοιτάζει κατά τη θάλασσα. Αυτή  την ιστορία με τις λίρες του προπάππου του δεν την είχε  ακούσει ξανά, «πως άντεχαν  εκείνοι οι άνθρωποι;» αναρωτήθηκε φωναχτά αναζητώντας νοερά την απάντηση, άλλες εποχές θα μου πεις όμως το μυαλό και το σώμα πόσο μπορούν ν’  αντέξουν, πόσες φορές πρέπει να πέσεις και να σηκωθείς κι αυτό με το θεό πάλι πως το έκαναν, πως γίνεται να πιστέψεις σε κάτι που δύσκολα καταλαβαίνεις, βέβαια τότε ήταν πιο εύκολο, όλοι πίστευαν, δε χρειαζόταν αν ψάξουν το γιατί,  τώρα δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, κανείς δε νοιάζεται, όλο το πλαίσιο είναι φτιαγμένο στραβά, πάλι όμως κάποια λύση πρέπει να υπάρχει,  τέτοιες σκέψεις  στριφογύριζαν στο μυαλό του…

Αν και δεν το συνήθιζε εκείνο το βράδυ βγήκε με μια φίλη και ήπιε λίγο παραπάνω. Κοιμήθηκε βαριά  όμως το πρωί που ξύπνησε αισθάνονταν καλύτερα σα να είχε φύγει μια ομίχλη από το μυαλό του. Όπως έπινε τον καφέ του  άκουσε να χτυπά το κουδούνι, ήταν η γυναίκα του που περνούσε να τον τσεκάρει. «Δε σε βλέπω καλά» του είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει την ικανοποίηση  της.   «Ο μικρός σου έστειλε κάτι ζωγραφιές,  θα σου τον φέρω την Πέμπτη να τον δεις». «Κάθισε μια στιγμή» της είπε  και πήρε να δει τα σχέδια του παιδιού. Ο  μικρός  είχε σχεδιάσει  την παραλία, τη βάρκα τους, τον Ηριδανό, και τον ήλιο να ρίχνει τις κίτρινες ακτίνες του. Πολλές φορές καθόταν στην άμμο με το παιδί και κοιτούσαν τα καράβια να διαλύονται μέσα στο φως του ήλιου που έδυε . Ο μικρός είχε μεγάλη φαντασία τελικά, κοίταζε το σχέδιο κι ερχόταν στο νου του  τα ταξίδια τους με τη βάρκα, τα ψαρέματα που είχαν κάνει, τον αέρα που φυσούσε στο πρόσωπο τους, τη χρυσαφένια  θάλασσα. Εκείνη την εικόνα την είχε ζωγραφίσει λίγο αδέξια όμως είχε σώσει  την πολύτιμη  στιγμή. Κοίταξε μια άλλη ζωγραφιά με μια βρύση, «το νερό τρέχει μόνο του»  έγραφε ο μικρός, εκεί σταματούσαν το καλοκαίρι να πιουν και να πλυθούν από την άμμο, τώρα είχε απομείνει μοναχή,  τα μάτια του άρχισαν  να υγραίνονται,  «έχεις κάτι;»  τον ρώτησε η γυναίκα του,  «όχι όλα εντάξει» είπε αυτός.

 

ΗΡΙΔΑΝΟΣ

Μέσα στον ύπνο του είδε μια σκιά να περνά από πάνω του, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχε την αίσθηση ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτ...