Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν, έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου -κάπου, έτρωγε στη φοιτητική λέσχη, με το φαγητό δεν είχε πρόβλημα, ίσα- ίσα του είχε κάνει εντύπωση τρομερή το εστιατόριο του πανεπιστημίου, του φαινόταν αδιανόητο που κάποιοι πετούσαν τους δίσκους , έριχναν κάτω τα φαγητά, τα ποδοπατούσαν, δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν. Τα καλοκαίρια ήταν τα πιο δύσκολα, τότε που έκλεινε η λέσχη, άδειαζαν οι φοιτητικές εστίες και δεν είχε τι να κάνει μες την καταραμένη ζέστη. Το πρώτο καλοκαίρι γύρισε στο χωριό και ψυχοπλακώθηκε, είχε αλλάξει, δεν μπορούσε να πηγαίνει πάλι στα χωράφια. Την επόμενη χρονιά δούλεψε σ’ ένα νησί, μια εμπειρία εφιαλτική, κοιμόταν σ’ ένα γιαπί, το βράδυ έκανε μπάνιο στην κουζίνα κάποιου εστιατόριου μ’ ένα λάστιχο, τον βοηθούσε μια γυναίκα εκεί πέρα που έπλυνε τα πιάτα κι έπινε πορτοκαλάδες στα κρυφά, οι πιο πολλοί νησιώτες ήταν πολύ σκληροί, εντελώς αφιλόξενοι. Το τρίτο καλοκαίρι ήταν τυχερός, έμεινε στην πόλη παρακολουθώντας κάτι σεμινάρια, είχε παρέα, δεν ήταν άσχημα και το επόμενο καλοκαίρι ήταν ακόμα καλύτερο καθώς άρχισε να δουλεύει σε κάτι κήπους, αυτό ξέρανε να κάνουν στο χωριό του, με τα ζώα, τα χώματα και με τα φυτά ένιωθε άνετα. Την πρώτη φορά που δούλεψε στους κήπους με τον παππού του του φάνηκε φοβερό, ένα φορτηγό είχε ξεφορτώσει ένα βουνό από χώμα κι έπρεπε να το σκορπίσουν για να φτιάξουν μια αυλή, «εγώ παππού φεύγω» είπε κι ο παππούς του ήταν μες τα νεύρα. Σ’ εκείνη τη φάση δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα μέχρι να βρει τον προσανατολισμό του, για ποιο πράγμα ήταν γεννημένος, τι ήθελε να κάνει. Όταν άρχισε να βρίσκει το σκοπό του ήταν εντάξει, δεν είχε πρόβλημα, έπεσε με τα μούτρα, δούλεψε σαν σκύλος σ’ ένα κτήμα τεράστιο κάπου έξω από την πόλη, ο παππούς του ήταν πολύ ευχαριστημένος, τον βοηθούσε και τον συμβούλευε όλη την ώρα…
Δουλεύοντας είχε μαζέψει και τα πρώτα λεφτά που τα χρειάστηκε αργότερα στο στρατιωτικό του, ο υπάλληλος στην τράπεζα δεν το πίστευε, « αποταμιεύεις έ, μπράβο φίλε» όμως για κείνον ήταν κάτι φυσικό, ένιωθε ότι έπρεπε να έχει κάτι για μια στιγμή δύσκολη, νόμιζε ότι όλοι γύρω έκαναν το ίδιο. Του άρεσε η πόλη εκείνη την εποχή όποτε την έβλεπε από ψηλά, καθώς ερχόταν από την επαρχία, ένιωθε μια σιγουριά, ήταν ένας κόσμος ανεξερεύνητος. Μέσα της είχε μάθει ότι πρέπει να είσαι σκληρός κι έξυπνος, χωρίς να εφησυχάζεις ποτέ, για να επιβιώσεις. Να προσέχεις ποιους βάζεις κοντά σου, να βρίσκεις χρόνο για τον εαυτό σου- αυτή ήταν πάντα μια αρχή βασική- να κάνεις πράγματα πέρα από τη δουλειά, να έχεις ισορροπία, μια γυναίκα, ένα σπίτι, τα βασικά δηλαδή. Σιγά- σιγά άρχιζε να βρίσκει το δρόμο του, άρχισε να χτίζει τα όνειρα του ώσπου τον τσίμπησε ο στρατός. Μέχρι τότε την είχε σκαπουλάρει, είχε περάσει απαρατήρητος, ξέγνοιαστος σχετικά και μακριά από παγίδες όμως το σύστημα έχει τα φίλτρα του, δεν αφήνει κανέναν να περάσει στο ντούκου, έχει τον τρόπο του και στην περίπτωση του ήταν ο στρατός όπου θα τον έψαχναν και θα τον ζύγιζαν να δουν τι καπνό φουμάρει.
Ο στρατός ήταν μια τομή, εκεί κατάλαβε ότι η ζωή δεν είναι παιχνίδι, πρέπει να είσαι σοβαρός αλλιώς θα σε φάνε, είχε στριμωχτεί τόσο πολύ που μόλις απολύθηκε ήταν σαν μανιασμένος. Εκείνη την περίοδο έκανε άπειρα λάθη, δεν έκανε ποτέ ξανά τόσα μαζεμένα ήταν όμως πιεσμένος, τρελαμένος, ένιωθε πίεση τεράστια, είχε μείνει πίσω, είχε αλλάξει και δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε εκεί έξω, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, διαβολικά γρήγορα, ήθελε να δει πως είναι η ζωή σ’ ένα σωρό μέρη για να αποφασίσει που θα έμενε, στο χωριό, σε κάποιες πόλεις επαρχιακές, σ’ ένα νησί, μέχρι και στο εξωτερικό είχε πάει να δει πως είναι, αυτό ήταν το πιο τρομερό, δεν του άρεσε τίποτε εκεί μακριά, γύρισε πίσω κακήν κακώς. Μέσα σε έξι μήνες είχε δοκιμάσει τα πάντα και τελικά κατέληξε πάλι στον παππού του, αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή που είχε, βασικά η μόνη επιλογή. Ο παππούς του είχε ένα σωρό παιδιά, κάποτε ήταν κραταιός και δυνατός όμως τώρα είχε μείνει χωρίς καμιά στήριξη, τον είχαν αφήσει όλοι και μάλιστα δεν ήταν μόνος του, πρόσεχε και την άρρωστη θεία του που είχε παρατήσει τα δυο παιδιά της έτσι, δίχως να δώσει καμιά εξήγηση, κι έμενε μαζί του. Προσέχοντας αυτούς τους δύο πήρε μια ανάσα που τη χρειαζόταν επειγόντως για να καθαρίσει το μυαλό του. Έρεπε να σκεφτεί, να ψαχτεί, να δει τι υπήρχε γύρω, τι μπορούσε, τι ήθελε, αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα σωστά, ήταν το πιο κρίσιμο διάστημα του βίου του. Όλοι έλεγαν ότι υπήρχαν πολλές δουλειές εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να το καταλάβει, εκείνος πάντα δυσκολεύονταν, είχε πάει σε κάτι συνεντεύξεις, είχε δουλέψει μια βδομάδα σ’ ένα γραφείο και του είχε φανεί τερατώδες, οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του, χρειάστηκε χρόνια μέχρι να καταλάβει ότι ήθελε να κάνει κάτι δικό του, να είναι αυτοαπασχολούμενος, δεν άντεχε το υπαλληλίκι, κανείς δεν του το είχε πει ποτέ, έπρεπε να το βρει μόνος του.
Με τον παππού είχε μείνει περίπου πέντε χρόνια, δεν ήταν εύκολα ιδίως με τη θεία του που άρχισε να τα χάνει, να παραλογίζεται και να παραμιλά. Πολλές φορές ο παππούς του καθόταν στην τηλεόραση κι έβλεπε κάτι ντοκιμαντέρ, «κοίτα τα ζώα φροντίζουν για τα μικρά τους» έλεγε αδυνατώντας να κατανοήσει πως η κόρη του είχε αφήσει στο έλεος του θεού τα δικά της, του φαινόταν εντελώς παλαβό. Μια φορά όπως ήταν και οι τρεις τους, ο παππούς του είχε απελπιστεί από την κατάσταση, είχε γεράσει πια, δεν άντεχε και είπε κάτι του τύπου «τι θα γίνουμε τώρα, τι θα κάνουμε;» ήταν μια στιγμή , οριακή κι αισθάνθηκε ότι κάτι έπρεπε να πει, να δώσει μια διέξοδο, μια λύση «ας την πάμε στο ίδρυμα παππού» είπε κι αμέσως ο γέρος χαλάρωσε, είχε γλυτώσει το εγκεφαλικό όμως όλη εκείνη η ατμόσφαιρα ήταν βαριά . Τελικά η θεία μπήκε σε μια κλινική και ησύχασε όμως το να ζεις μ’ έναν γέρο κοντά στα ενενήντα ήταν μια συνύπαρξη περίεργη, ασυνήθιστη.
Οι γείτονες απορούσαν που πρόσεχε έναν γέρο, μια ηλικιωμένη, ήσυχη γυναίκα που έμενε στο επάνω διαμέρισμα τον είχε προσέξει και του μιλούσε. Μια φορά του είχε δώσει και μια φυλλάδα μ’ ένα κείμενο αποστολικό πού έλεγε για κινδύνους μαζεμένους που απειλούσαν κάποιον, « κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση…» ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που είχε περάσει τόσους κινδύνους; Εκείνη η γριά που είχε ένα πρόσωπο γλυκό, του είχε πει κάποτε, «ο θεός ευλογεί αυτούς που προσέχουν τους γέρους, έχεις τη Χάρη του», τα λόγια της του έκαναν εντύπωση, ήταν ένα είδος επιβράβευσης ηθικής που τον ανέβασε ψυχολογικά, ένιωσε ότι έκανε το σωστό.
Προτού πεθάνει ο παππούς είχε φροντίσει -την τελευταία στιγμή - να βάλει μερικά χρήματα στην άκρη, τον είχε πάει στην τράπεζα -τι στιγμή κι εκείνη- για να κάνουν τη μεταβίβαση, «όλα τα λεφτά;» ρώτησε η υπάλληλος που κατάλαβε τι γινόταν, «όχι μόνο αυτά», δεν το σήκωνε να τον κλέψει, είχε κι άλλα παιδιά που αργότερα βέβαια δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρα, μερικά οργίασαν πραγματικά. Η δουλειά είχε γίνει όμως κι όταν έμεινε μόνος του δεν ήταν στον αέρα, είχε φροντίσει, κι αργότερα, όταν δεν βρήκαν τη διαθήκη τα κοράκια που πλάκωσαν κι έψαχναν στα δωμάτια του διαμερίσματος, έπρεπε να πάει στο υποθηκοφυλακείο, να βρει αγοραστή, συμβολαιογράφο και χαρτιά ένα σωρό για να κάνει την πώληση και να πάρει το μερίδιο του που το χρειάζονταν απελπιστικά ενώ ο πατέρας του -καλός μπαμπάς κι ο μακαρίτης- που το είχε μάθει από τους καλοθελητές, ζήτησε εξηγήσεις, «που είναι το μερίδιο της μάνας σου;» άκου ρε φίλε θράσος, δεν είχε νοιαστεί στιγμή για τον πεθερό του, δεν είχε πατήσει εκεί πέρα ούτε μια φορά, αυτός τον είχε γηροκομήσει, τον πρόλοβε τότε που έπαθε το εγκεφαλικό και τον πήγε στο νοσοκομείο, είχε κάνει την πώληση μαζεύοντας όλο το σόι, είχε αδειάσει το σπίτι μόνος του βγάζοντας απίστευτη σαβούρα κι ο άλλος ζητούσε τα ρέστα, ήταν φοβερό, δεν το περίμενε.
Μέσα απ’ όλη αυτήν την περιπέτεια είχε βάλει σε κάποια σειρά τα πράγματα, όλο αυτό του είχε πάρει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, ευτυχώς ήταν εποχές σχετικά χαλαρές και η πίεση δεν ήταν τόσο ισχυρή. Σήμερα τα παιδιά δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια, η κοινωνία έχει κλείσει τις στρόφιγγες, δύσκολα σ’ αφήνει να ανασάνεις και να ξεφύγεις, θα σε κυνηγήσει αδίστακτα, αυτός είχε γλυτώσει ευτυχώς κι εκείνη η μιάμιση δεκαετία ήταν το πιο κρίσιμο διάστημα. Στη διάρκεια της είχε μάθει να ζει με λίγα ή και σχεδόν καθόλου χρήματα τη στιγμή που οι άλλοι πανικοβάλλονταν μόλις άδειαζε το πορτοφόλι τους. Χρειαζόταν μόνο μερικά βιβλία που τα έβρισκε στη βιβλιοθήκη, λίγο φαγητό, μια στέγη, ένα κρεβάτι, μια τηλεόραση, ένα ραδιόφωνο. Γύρω του ο κόσμος έκανε σαν τρελός, πήγαινε ταξίδια, αγόραζε σπίτια, αυτοκίνητα, έβγαινε στις ταβέρνες και στα ξενυχτάδικα, έβγαζε κάρτες ξόδευε σα να μην υπήρχε αύριο, όλα αυτά του φαίνονταν εντελώς ανούσια κι άχρηστα, δεν έπεσε ποτέ σ’ εκείνες τις παγίδες ότι και να του έλεγαν, όσο και να τον πίεζαν, είχε δρόμο ακόμα μπροστά όμως το νερό είχε μπει στο αυλάκι.